Μεταμορφώσεις

Από Βικιθήκη
Ἀτθίδες Αὖραι
Συγγραφέας:
ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ.


Μιὰ μάνα εἶχε τέσσαρα παιδάκια καμωμένα,
τέσσαρα παιδιά.
Τ’ ἀνάγυιωσε, τ’ ἀνάθρεψε, τὰ ’προίκισ’ ἕνα ἕνα,
μ’ εὔθυμη καρδιά.

Κ’ εὑρήκε καὶ τὰ ’πάνδρεψε σ’ ἀνθρώπους μὲ κεφάλι,
μὲ νοικοκυριό.
Κ’ ἐκεῖνα ’σπιτωθήκανε κ’ ἐγείνανε μεγάλοι
μέσα στὸ χωριό.

Μὰ τῆς γρῃᾶς τῆς μάνας των τῆς ἔδωκεν ἡ Μοῖρα
ἄσχημην εὐχή.
Κι’ ἀπέθανεν ὁ γέρος της! Κι’ ἀπέμειν’ αὐτὴ χήρα,
χήρα καὶ φτωχή!

Κι’ αὐτὸ σὰν νὰ μὴν ἔφθανεν, ἀρρώστησε μιὰ ’μέρα,
μιὰ κακὴ βραδειά!
Φωνάζει ξένον ἄνθρωπο, μηνᾷ μ’ αὐτόνε πέρα
νἄρθουν τὰ παιδιά.

—Πᾶνε καὶ 'πὲς τοῦ γυιόκα μου νἀρθῇ νὰ μὲ κυττάξῃ,
καὶ δὲν εἰμπορῶ!—
’Πῆγε καὶ ἦλθε καὶ λαλεῖ.—Τ’ ἀμπέλι του θὰ φράξῃ!
Δὲν ἔχει καιρό!

—Οἱ βάτοι νὰ φυτρώσουνε στὸ σῶμά τ’, εἶπ’ ἐκείνη,
γιὰ παντοτεινά!—
Καὶ ἀπὸ τότ’ ὁ κακογυιὸς σκαντσόχοιρος ἐγείνη,
φεύγει στὰ βουνά!

—Πᾶνε καὶ ’πὲς τῆς κόρης μου νἀρθῇ νὰ μὲ κυττάξῃ,
καὶ δὲν εἰμπορῶ!—
’Πῆγε καὶ ἦλθε καὶ λαλεῖ. - ’Φαίνει λεφτὸ μετάξι!
Δὲν ἔχει καιρό!

—Νὰ ’φαίνῃ καὶ νὰ διάζεται, καὶ νἆναι, εἶπ’ ἐκείνη,
μὲ χωρὶς πανί! -
Καὶ ἀπὸ τότ’ ἡ ἄπονη, ἀράχνη ἔχει γείνει,
ματαιοπονεῖ!

—Πᾶνε στὴν ἄλλη κόρη μου, νἀρθῇ νὰ μὲ κυττάξῃ,
καὶ δὲν εἰμπορῶ!—
’Πῆγε καὶ ἦλθε καὶ λαλεῖ.—Θὰ πλύνῃ καὶ θ’ ἀλλάξῃ!
Δὲν ἔχει καιρό!

—Ἡ σκάφη πὰ στὴν ῥάχη της νὰ γύρῃ, εἶπ’ ἐκείνη,
ἄπλυτ’ ἀλλαγή!—

Καὶ ἀπὸ τότ’ ἡ ἄπονη χελώνα ἔχει γείνει,
σέρνεται στὴν γῆ!

—Πᾶνε στὴν τρίτη κόρη, μου νἀρθῇ νὰ μὲ κυττάξῃ,
καὶ δὲν εἰμπορῶ!—
Πρὶν ἐπιστρέψῃ καὶ τῆς πῇ, ἡ κόρ' εἶχε προφθάξει.
Εἶχ’ αὐτὴ καιρό;

—Γιατί στὰ χέρια, κόρη μου, στὰ δάχτυλα ζυμάρι
κι’ ἄλευρα ἐδώ;
—Ἐζύμονα, μανούλα μου, μὰ εἴδησ’ ἔχω πάρει
κ’ ἦρθα νὰ σὲ ἰδῶ.

—Ἀνθόσκονη τ’ ἀλεῦρί σου, κ’ ἡ σκάφη σου κυψέλη!
Ηὗρες τὸν καιρό!
Στὸν βίο σου, νὰ γίνεται ὅ,τι κι’ ἂν πιάνῃς μέλι,
μέλι γλυκερό!—

Λαλεῖ, καὶ μὲ χαμόγελο ἀποκοιμιέτ’ ἐκείνη
γιὰ παντοτεινά.
Καὶ ἀπὸ τότε, μέλισσα ἡ κόρη της ἐγείνη
καὶ καλοπερνᾷ.

Γυρνᾷ σ’ ὅλα τὰ λούλουδα, εἰς ὅλα τ’ ἄνθη ’μβαίνει,
μ’ εὔθυμη ψυχή.
Κι’ ἀπ’ ὅλα ’ναι τὰ πλάσματα ἡ πιὸ εὐλογημένη,
διὰ τὴν εὐχή.