Τα ψηλά βουνά/Το γράμμα του Αντρέα

Από Βικιθήκη
Τὰ ψηλὰ βουνὰ
α' έκδοση, 1918
Συγγραφέας:
Τὸ γράμμα τοῦ Ἀντρέα


2. Τὸ γράμμα τοῦ Ἀντρέα.

Καὶ τάχα δὲν μποροῦσαν νὰ εἶναι κι αὐτοὶ ἐκεῖ ψηλά;

Πολλὲς φορὲς ὁ δάσκαλος τοὺς εἶχε πεῖ στὸ μάθημα, πὼς τὰ παιδιὰ ποὺ εἶναι στὴν τελευταία τάξη τοῦ ἑλληνικοῦ, μποροῦν νὰ πᾶνε μόνα τους στὸ βουνό. Πὼς ἅμα ἔχουν θάρρος καὶ πειθαρχία, μποροῦν νὰ κατοικήσουν μόνα τους ἐκεῖ ἕνα δυὸ μῆνες. Φτάνει νὰ ἔχουν τὴν ἄδεια τοῦ πατέρα τους, τὴν κατοικία καὶ τὴν τροφή.

«Πόσα πράματα, τοὺς εἶπε, θὰ μάθετε ὅταν πᾶτε τόσο ψηλά· οὔτε τὸ βιβλίο μπορεῖ νὰ σᾶς τὰ πῆ οὔτε γώ». Κι ἔφυγε γιὰ τὴν πατρίδα του, γιὰ νὰ περάση τὶς διακοπές. Ἦταν βέβαιος πὼς ἅμα θέλουν τὰ παιδιά, θὰ τὸ κατορθώσουν.


Τὰ παιδιὰ παρακάλεσαν τοὺς γονεῖς τους, νὰ τοὺς ἀφήσουν νὰ πᾶνε. Ἐκεῖνοι ἀντιστάθηκαν στὴν ἀρχή.

«Ποῦ ξέρομε, εἶπαν, τί θὰ κάμετε τόσο μακριά; Τάχα θὰ µπορῆτε νὰ βρίσκετε ὃ τι σᾶς χρειάζεται; Θὰ φροντίζη ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο; Θὰ εἶστε ἀχώριστοι;»

Ὑποσχέθηκαν πὼς καὶ τὰ εἰκοσιπέντε παιδιὰ θὰ εἶναι σὰν ἕνας. Μὰ ὕστερα οἱ δικοί τους ρώτησαν:

«Ποῦ θὰ βρῆτε τὶς καλύβες νὰ καθίσετε;»

Ἦταν ἡ πρώτη δυσκολία. Ὕστερα τοὺς εἶπαν:

«Ποῦ θὰ βρίσκετε τὴν τροφὴ γιὰ νὰ ζῆτε τόσο μακριά;»

Μπροστὰ στὶς δυὸ δυσκολίες τὰ παιδιὰ σταμάτησαν· ἄφησαν τὸ ταξίδι γιὰ ἄλλη φορά.

Καὶ κεῖνο ποὺ μένει γιὰ ἄλλη φορὰ σπάνια γίνεται.


Ἕνας ὅμως μαθητής, ὁ Ἀντρέας, προσπάθησε νὰ κάμη αὐτὸς μόνος, ἐκεῖνο ποὺ οἱ ἄλλοι δὲν μπόρεσαν νὰ κατορθώσουν.

Ἦταν τὸ παιδί ποὺ τολμοῦσε. Ὁ Ἀντρέας κυνηγοῦσε πιὸ πολὺ τὰ δύσκολα παρὰ τὰ εὔκολα. Δὲν τὸν θυμοῦνται νὰ δείλιασε ποτέ. Ἀλλὰ πιὸ γενναῖος ἦταν ἐκεῖ ποὺ θὰ ὠφελοῦσε τοὺς ἄλλους.


Ὁ πατέρας του, ὁ κὺρ Στέφανος, ἦταν ἐργολάβος ξυλείας στὸ δάσος ποὺ τοὺς εἶπε ὁ δάσκαλος νὰ πᾶνε, στὸ Χλωρό. Εἶχε πολλοὺς λοτόμους ἐκεῖ.

Τὸν παρακάλεσε λοιπὸν ὁ Ἀντρέας νὰ δώση χάρισμα τὴν ξυλεία γιὰ τὶς καλύβες, ποὺ χρειάζονταν τὰ παιδιά. Καὶ γιὰ νὰ πετύχη, ἀκολούθησε μιὰ μέρα τὸν πατέρα του στὸ δάσος, ὅπου εἶχε πάει νὰ ἐπιβλέψη τὴν ἐργασία.

Σὲ δυὸ μέρες οἱ λοτόμοι ἔστησαν ὀχτὼ καλύβες· ὀχτὼ γερὲς καὶ χαριτωμένες καλύβες· ἕνα χωριουδάκι. Ἡ κατοικία ἑτοιμάστηκε.


Ἀπὸ τοὺς λοτόµους πάλι ἔμαθε ὁ Ἀντρέας πὼς οἱ βλάχοι θὰ πήγαιναν στὰ Τρίκορφα, καθὼς τὸ λένε κεῖνο τὸ βουνό, γιὰ νὰ βοσκήσουν τὰ κοπάδια τους· γιατὶ φέτος βγῆκε πολὺ χορτάρι σὲ κεῖνο τὸ μέρος.

Bρέθηκε λοιπὸν τὸ σπουδαιότερο, ἡ τροφή. Ἀπὸ τὸ κοπάδι θὰ ἔχουν τὸ κρέας καὶ τὰ γαλαχτερά.


Ὁ Ἀντρέας ἔμεινε στὸ δάσος ἀνυπομονώντας νὰ ἔρθουν οἱ βλάχοι. Κι ὅταν ἦρθαν, ἔστειλε στὴν πόλη, στὰ δυὸ παιδιά, αὐτὴ τὴν παραγγελία:

 Παιδιά,

Στὶς εἰκοσιεννιά, τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ἐσεῖς οἱ δυὸ κατὰ τὸ βράδυ νὰ κοιτάζετε στὸ βουνό, πρὸς τὸ µέρος µας, πρὸς τὸ Χλωρό. Ἂν δῆτε τρεῖς φωτιὲς στὴν ἀράδα, νὰ ξέρετε πὼς αὐτὸ θὰ εἶναι μήνυμα δικό μου γιὰ σᾶς· θὰ σημαίνει πὼς ὅλα ἔχουν ἑτοιμαστῆ, κι ἡ τροφή, κι οἱ καλύβες κι ὅ τι ἄλλο χρειάζεται. Μόνο νὰ εἰδοποιήσετε γι’ αὐτὸ τὸ Φάνη καὶ τ’ ἄλλα παιδιά. Καὶ νὰ κάμετε ὅ τι μπορεῖτε γιὰ νὰ ἔρθετε. Μὴ χάνετε καιρό. Τί ὡραῖα ποὺ εἶναι δῶ ψηλά!

Εἰκοσιεννιά, τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ἀπόψε, νὰ οἱ φωτιές!


Τὰ δυὸ παιδιά ἔφτασαν κι ἔφεραν τὸ µήνυµα στὸ Φάνη, στὸ Μαθιὸ καὶ στὸν Κωστάκη.

Ἀνέλπιστη χαρά! Ποτὲ δὲν εἶχαν συνεννοηθῆ ἀπὸ τόσο μακριά. Θὰ πᾶνε; Καὶ πότε; Πῶς;

Τρέχουν στὸ σπίτι μὲ τὰ μάτια πρὸς τὶς τρεῖς φωτιές.

«Μᾶς γνέφουν!» φωνάζει ὁ Κωστάκης.

Κι ἀλήθεια οἱ τρεῖς φωτιὲς νόμιζες πὼς τοὺς καλοῦσαν.