Ὅλα τὰ δένδρα ᾿ναι παιδιά,
πὤχουν τὴν Γῆ μητέρα,
κ᾿ ἔχουν γιὰ χέρια τὰ κλαδιά,
ποῦ σειοῦνται στὸν ἀγέρα.
Σειοῦνται καὶ λὲν μιὰ προσευχή,
λυγοῦν καὶ προσκυνοῦνε
τὸν Οὐρανὸ πὤχει βροχή,
καὶ βλέπει πῶς διψοῦνε.
Κι᾿ ὁ Οὐρανὸς ποῦ τὰ τηρᾷ,
θυμᾶται τὰ παλῃά του:
πῶς ἦταν χάμου μιὰ φορὰ
κ᾿ εἶχε τὴν Γῆ γρῃά του.
Κι᾿ ἀπ᾿ τὰ φιλιά τ᾿ ἀδερφωτά,
κι᾿ ἀπ᾿ τ᾿ ἀγκαλιάσματά τους,
βγῆκαν τὰ δένδρα ὅλ᾿ αὐτά,
τὰ γνήσια παιδιά τους.
Γι᾿ αὐτὸ τοῦ θλίβετ᾿ ἡ καρδιὰ
τὴν δίψα τους σὰν βλέπει:
εἶναι δικά του τὰ παιδιά,
νὰ τὰ ποτίσῃ πρέπει!
Ἀπὸ τὸν θρόνο του γυρνᾷ
καὶ κράζει μιὰ νεφέλη
καὶ τήνε στέλλει στὰ βουνά,
στἀ δάση τήνε στέλλει.
—Πᾶνε στ᾿ ἀπότιστα δενδρά,
στὰ δάση ποῦ διψοῦνε,
καὶ πότισέ μου τα φαιδρὰ
καὶ δῶσε τα νὰ πιοῦνε.—
Βγαίν᾿ ἡ νεφέλη καὶ περνᾷ
ἐπαν᾿ ἀπὸ τὴν Πλάση·
καὶ βρέχει μέσα στὰ βουνά,
καὶ βρέχει μέσ᾿ στὰ δάση.
Καὶ νοιώθ᾿ ἡ Γῆ χαρὰ κρυφή:
ὁ Γέρος τὴν ᾿θυμήθη!
καὶ ᾿βγάλλ᾿ ὅλ᾿ ἄνθη στὴν μορφή,
κι᾿ ὅλο καρποὺς στὰ στήθη.
Κι᾿ ἀπ᾿ τὴν χαρὰ τὴν τρυφερή,
κι᾿ ἀπὸ τὴν εὐθυμία,
στὴν χώρα δίδ᾿ ὅσο ᾿μπορεῖ
εὐθήνεια κ᾿ εύφορία.
Γι᾿ αὐτὸ φυτεύετε δενδρὰ
καθεὶς ὅπου προφθάσῃ,
κι᾿ ἀφῆτε νὰ γενοῦν χονδρά,
νὰ σχηματίσουν δάση.
Γιὰ νἄχουμε κ᾿ ἑμεῖς βροχὴ
κι᾿ ὡραία πρασινάδα.
Διὰ νὰ κάμουμ᾿ εὐτυχῆ
τὴν ἄκαρπην Ἑλλάδα.
|