Η Ζωή

Από Βικιθήκη
Ἀτθίδες Αὖραι
Συγγραφέας:
Η ΖΩΗ.


Καθεὶς μὲ σκέψιμο βαθὺ
νὰ καταλάβῃ προσπαθεῖ
ποιὸς ἥνωσε μ᾿ ἕν νεῦμα
τὴν ὕλη καὶ τὸ πνεῦμα.

Ἐγώ, παιδάκι χαρωπό,
έγώ, μ᾿ ἀκούεις; θὰ στὸ ᾿πῶ
καὶ ποιὸς καὶ πῶς τὸ κάνει
αὐτὸ ποῦ σὲ λανθάνει.

Ἀπὸ τὴν ὕλη τὴν βουβὴ
πλέκ᾿ ὁ θεὸς ἕνα κλουβί,
κι᾿ ἀνοίγει παραθύρια
σ᾿ αὐτὸ πέντ᾿ αἰσθητήρια.

Ἕπειτα βάλλ᾿ ἕνα πουλὶ
μεσ᾿ στο κλουβάκι, ποῦ λαλεῖ
μὲ ἴδια λαλιά του
ὅ,τι θωρεῖ ᾿δὼ κάτου.

Ἔ! τὸ πουλάκι τὸ ταχὺ
εἶναι αυτὸ, ποῦ λὲν ψυχὴ,

καὶ τὸ κλουβὶ ᾿ναι σῶμα,
βαρὺ βαρὺ, σὰν χῶμα.

Ὅσον ἀντέχει τὸ κλουβὶ
καὶ τὸ πουλὶ γιὰ νὰ διαβῇ
δὲν βρίσκει εὐκολία,
εἶναι ζωή κ᾿ ὑγεία.

Ἀλλ᾿ ἅμ᾿ ἀρχήσῃ νὰ χαλνᾷ,
καὶ τὸ πουλὶ τότ᾿ ἀρχινᾷ
καὶ πολεμᾷ κι᾿ ἀνοίγει,
ὥστε νὰ ᾿βγῇ νὰ φύγῃ.

Νὰ πᾷ στὴν πρώτη του φωλιὰ
καὶ στ᾿ ἄλλου κόσμου τὰ πουλιὰ
ν᾿ ἀφηγηθῇ μιὰ μέρα
ὅτ᾿ εἶδεν ἐδωπέρα.

Μά, ὅπ᾿ ἡ Φύσις ἡ καλὴ
εὑρῇ κλουβὶ χωρὶς πουλί,
σηκόνει καὶ τὸ παίρνει,
καὶ σπίτι της τὸ φέρνει.

Καὶ καίγοντάς το προσπαθεῖ
νὰ ζήσῃ καὶ νὰ ζεσταθῇ,
γιατ᾿ εἶναι κρυωμένη,
κ᾿ εἶναι γρῃά ἡ καϋμένη!