Η Ζωή
←Τὰ Δένδρα | Ἀτθίδες Αὖραι Συγγραφέας: Η ΖΩΗ. |
Ὁ Μάρτης→ |
Καθεὶς μὲ σκέψιμο βαθὺ
νὰ καταλάβῃ προσπαθεῖ
ποιὸς ἥνωσε μ’ ἕν νεῦμα
τὴν ὕλη καὶ τὸ πνεῦμα.
Ἐγώ, παιδάκι χαρωπό,
έγώ, μ’ ἀκούεις; θὰ στὸ ’πῶ
καὶ ποιὸς καὶ πῶς τὸ κάνει
αὐτὸ ποῦ σὲ λανθάνει.
Ἀπὸ τὴν ὕλη τὴν βουβὴ
πλέκ’ ὁ θεὸς ἕνα κλουβί,
κι’ ἀνοίγει παραθύρια
σ’ αὐτὸ πέντ’ αἰσθητήρια.
Ἕπειτα βάλλ’ ἕνα πουλὶ
μεσ’ στο κλουβάκι, ποῦ λαλεῖ
μὲ ἴδια λαλιά του
ὅ,τι θωρεῖ ’δὼ κάτου.
Ἔ! τὸ πουλάκι τὸ ταχὺ
εἶναι αυτὸ, ποῦ λὲν ψυχὴ,
καὶ τὸ κλουβὶ ’ναι σῶμα,
βαρὺ βαρύ, σὰν χῶμα.
Ὅσον ἀντέχει τὸ κλουβὶ
καὶ τὸ πουλὶ γιὰ νὰ διαβῇ
δὲν βρίσκει εὐκολία,
εἶναι ζωή κ’ ὑγεία.
Ἀλλ’ ἅμ’ ἀρχήσῃ νὰ χαλνᾷ,
καὶ τὸ πουλὶ τότ’ ἀρχινᾷ
καὶ πολεμᾷ κι’ ἀνοίγει,
ὥστε νὰ ’βγῇ νὰ φύγῃ.
Νὰ πᾷ στὴν πρώτη του φωλιὰ
καὶ στ’ ἄλλου κόσμου τὰ πουλιὰ
ν’ ἀφηγηθῇ μιὰ μέρα
ὅ,τ’ εἶδεν ἐδωπέρα.
Μά, ὅπ’ ἡ Φύσις ἡ καλὴ
εὑρῇ κλουβὶ χωρὶς πουλί,
σηκόνει καὶ τὸ παίρνει,
καὶ σπίτι της τὸ φέρνει.
Καὶ καίγοντάς το προσπαθεῖ
νὰ ζήσῃ καὶ νὰ ζεσταθῇ,
γιατ’ εἶναι κρυωμένη,
κ’ εἶναι γρῃά ἡ καϋμένη!