Συννέφου δάκρι

Από Βικιθήκη
Σκαραβαίοι και Τερρακότες
Συγγραφέας:
Σύννεφου δάκρι


Μεσ στὴ γαλάζιαν ἀντηλιὰ σέ εἶδε θαμπὸ τὸ μάτι
κἂν σύννεφο, κἂν φάντασμα Κόρης λευκὸ νὰ βγαίνῃς·
κι ὅλοι, γαμπροὶ τῆς νύφης μας τῆς πολυγυρεμένης,
τὸ καταπόδι σου πετοῦν στοῦ νοῦ τὴ φρεναπάτη.

Παίρνουν τὴ στράτα τοῦ βουνοῦ τ’ ὁλόρθο μονοπάτι,
ποῦ στὴν κορφή του ραϊδινὴ παρθένα τοὺς προσμένεις
κι ὅλους μ’ ἐλπίδα πῶς θὰ βροῦν στὸ πλάγι σου τοὺς δένεις
τῆς κούνιας τὴν ἁγνότητα στὸ νυφικὸ κρεβάτι.

Μά εἶδαν κι ἀπόειδαν οἱ ξανθοὶ κι ὅλοι γυρνόντας πίσω
μόνος μου ἐγὼ μένω ὁ χλωμός, ποῦ ξέρω νἀγαπήσω
ἕνα ἥσκιο, κάποιο σύννεφο, τὄνειρο ποῦ δὲ φτάνω…

Καὶ σύ, σὰ νὰ συμπόνεσες γιὰ τὸν τρελλό μου πόθο,
σκοτείνιασες—στὴν ὄψι μου τὴ φλογισμένη ἐπάνω
θερμοὺς δακρύων σταλαγμοὺς νὰ μὲ ραντίζῃς νοιώθω.