Μετάβαση στο περιεχόμενο

Στα μυστικά του βάλτου/Κεφάλαιο ΚΓ

Από Βικιθήκη
Στα μυστικά του βάλτου
Συγγραφέας:
ΚΓ'. Το παρεκκλήσι της Κάλιανης


Η ανατολή ρόδιζε κιόλα... Χωρίς να γυρέψει να κρυφθεί, ο Γρέγος πήρε από την τσέπη του ένα κλειδί και άνοιξε την πόρτα.

- Όλοι να βγάλομε τα ποδήματά μας, πρόσταξε, μην αφήσομε λάσπες στις πλυμένες πλάκες.

Τωόντι, η εκκλησία ήταν ολοκάθαρη, σα να μην πατούσαν μέσα οι χριστιανοί του χωριού. Με τα ποδήματα στο χέρι χώθηκαν όλοι στην έρημη εκκλησιά, μαζί και ο Μάγκας στην αγκαλιά του Περικλή, και ο Γρέγος έκλεισε αθόρυβα και κλείδωσε την πόρτα. Την αρχηγία την είχε πάρει τώρα αυτός.

- Ένας να σταθεί βίγλα σε κάθε παράθυρο, παρήγγειλε. Δεν είναι παράξενο να μας γυρέψουν κι εδώ οι Τούρκοι. Θα τα βρουν μπαστούνια μεταξύ της καμένης στάνης του Πατριαρχικού Γκιόνη και των σκοτωμένων Βουλγάρων, και δε θα ξέρουν ποιος σκότωσε ποιον.

Και μισοσοβαρεμένος, μισοκοροϊδευτικά, κάλεσε τον Αποστόλη.

- Έλα να με βοηθήσεις να κρύψομε καλύτερα τη γενειάδα και το ράσο του ψευτόπαπα, μη μας μαρτυρήσουν αυτά, είπε.

Ο Αποστόλης δεν περίμενε αυτή την προκλητική ομολογία, και στάθηκε λίγο σαστισμένος.

- Κάτω από το γωνιαίο στασίδι, έλα, γρηγόρευε! είπε ο Γρέγος.

Και του έκανε κοροϊδευτικά το μάτι.

Μάζεψε το μπογαλάκι ο Αποστόλης, εκεί που το είχε αφήσει τρεις μήνες πρωτύτερα, και το παρέδωσε του Γρέγου.

- Μάθε τώρα και τούτο! του είπε ο Γρέγος.

Παραμέρισε την Αγία Τράπεζα με τα καλύμματα της, και ξεσκέπασε τις πλάκες. Μια απ' αυτές είχε τη γωνίτσα σπασμένη. Έχωσε το δάχτυλο του στο σπάσιμο, και σαν πούπουλο σήκωσε τη βαριά πλάκα, που έγειρε σε κρυφούς ρεζέδες και ξεσκέπασε ένα πέτρινο σκαλάκι. Σηκώθηκε, τίναξε τα σκονισμένα χέρια του, και γελαστά είπε:

- Έχει και κρυψώνες που δεν τους ξέρεις, Αποστόλη. Μα έχεις και μυαλό και μάτι, αφού με αναγνώρισες στην Αγια - Μαρίνα. Και είναι καλό να ξέρεις και τούτη τη γωνιά...

Ταραγμένος, χαμηλόφωνα, ρώτησε ο Αποστόλης.

- Ποιος είσαι; Γιατί, το ξέρω, ο καπετάν Ακρίτας είναι στην...

Μα απότομα του σκέπασε το στόμα ο άλλος.

- Σουτ! Τι σε νοιάζει ποιος είμαι; είπε ακόμα πιο χαμηλόφωνα. Να πιστεύεις ή να κάνεις πως πιστεύεις πως είμαι ο καπετάν Ακρίτας. Το ποιος είμαι, δεν ενδιαφέρει κανένα. Και τώρα, φέρε το μικρό να το κοιμήσομε κάτω. Και ο Βασίλης να φέρει το Βούλγαρο. Εμείς θα φυλάξομε δω πάνω, μη φανούν οι Τούρκοι.

Ο καπετάν Ματαπάς κατέβηκε να κοιμηθεί στον κρυψώνα με τον Γιωβάν και το δεμένο Βούλγαρο. Ο Βασίλης, με τον ψευτο - Ακρίτα και τα δυο αγόρια, έμειναν στην εκκλησία απάνω, οι μισοί να κοιμηθούν και οι άλλοι να παραφυλάγουν στα παράθυρα.

- Πώς βρέθηκες με τον καπετάν Ματαπά, Βασίλη; ρώτησε ο Περικλής. Ο Αποστόλης σ' έχασε στην Κουλακιά.

- Δεν είχα πια δουλειά εκεί, μιας και βεβαιώθηκα πως δεν ήταν παιδί μου τ' ορφανό που μου έδειξαν, αποκρίθηκε άθυμα ο Βασίλης. Ούτε έχω καμιάν ελπίδα να το ξαναβρώ ποτέ. Τράβηξα για τον Όλυμπο. Είχε αφήσει μυστικά σημάδια στο πέρασμα του ο καπετάν Ακρίτας. Τον βρήκα με τον καπετάν Ματαπά κι έμεινα μαζί τους.

- Και πώς ξαναβρέθηκες εδώ;

- Έγιναν εγκλήματα εδώ κι εκεί. Κατέβηκε ο καπετάν Ματαπάς, βρήκε φωλιά κομιτατζήδων στη Βουγαδιά και στη Μονή της Πέτρας κοντά... Αυτά που μας έλεγε ο Βούλγαρος είναι αλήθεια. Έκαναν τους καρβουνιάρηδες και σκότωναν αράδα τους Πατριαρχικούς.

- Κυρ Βασίλη, διέκοψε ο Αποστόλης. Ήξερες πως ήταν σε τούτα τα μέρη ο Πέιο;

- Όχι! Τον νόμιζα στο Μπόζετς. Σα μάθαμε πως έκαψε το Μπόζετς ο καπετάν Νικηφόρος, είπαμε πως τον ξεμπέρδεψε. Το είχα καημό. Ήθελα να τον σκοτώσω με το χέρι μου... Τον διέκοψε ο Γρέγος μ' ένα μυστικό νόημα, και άρχισε να διηγείται κείνος.

- Έγινε ένα έγκλημα που μας άνοιξε τα μάτια. Σκότωσαν ένα αντρόγυνο, τον Γιώργο και τη Μαλαματή Χατζηγιώργου, σε μια στάνη κοντά στο Κλειδί. Τους βρήκαν δεμένους, χέρια και πόδια στριμμένα πίσω στην πλάτη. Φρίκη! Σαν το 'μαθα, είπα αμέσως πως αυτό ήταν κόλπο του Άγγελ Πέιο. Το 'χει ξανακάνει. Άφριζε ο καπετάν Ματαπάς. Άφησε το σώμα του με τον υπαρχηγό του, και κατεβήκαμε οι τρεις μας. Είχαμε παλιούς λογαριασμούς να ξεκαθαρίσουμε ο Βασίλης κι εγώ. Πήγαμε στη στάνη του Πέιο. Βρήκαμε μόνο δυο γυναίκες...

- Και τα σκυλιά;... Έχει δυο σκυλιά η στάνη, άγρια!... διέκοψε ο Αποστόλης.

- Πολύ άγρια, και πολύ δυνατά, σα λεοντάρια, αποκρίθηκε ο Γρέγος. Τα ξεκάναμε.

- Και όχι εύκολα, πρόσθεσε ο Βασίλης. Δεν έπρεπε ν' ακουστεί τουφεκιά ή πιστολιά. Μα είναι μάστορης ο καπετάν Ακρίτας στο μαχαίρι. Τα ξεκοίλιασε ώσπου να πεις τρία!...

Με θαυμασμό κοίταζε ο Αποστόλης τα μεγάλα σιδερένια χέρια του Γρέγου. Το αντιλήφθηκε κείνος και γέλασε.

- Σα μάθεις να ξεκοιλιάζεις λεοντάρια και πάνθηρες, τι λογαριάζουν οι σκύλοι; έκανε με απάθεια.

- Σκότωσες, αλήθεια, λεοντάρια και πάνθηρες, καπετάν Ακρίτα; ρώτησε ξαφνισμένος ο Περικλής.

- Και ελέφαντες, ναι - και χειρότερα, ανθρωποφάγους!

- Ζούσες στην Πολυνησία λοιπόν;

- Πού και πώς έζησα, αδιάφορο. Είμαι όμως πολυταξιδεμένος, παιδί μου, αποκρίθηκε απλά ο Γρέγος. Μα δε μιλούμε τώρα για μένα.

- Λέμε όμως για τον Πέιο, είπε ο Περικλής. Πώς τον βρήκατε Βασίλη;

- Μιας και δεν ήταν στη στάνη, ήταν βέβαια έξω, κύριε Περικλή, αποκρίθηκε ο Βασίλης.

- Μα πώς το ξέρατε ότι δεν ήταν στη στάνη;

- Ο καπετάν Ματαπάς ξέρει και τους κομιτατζήδες και τα τερτίπια τους, είπε ο Βασίλης.

Και αργομιλώντας, βαρύς στα λόγια όσο και στις κινήσεις του, διηγήθηκε:

- Ήταν ένα παράθυρο ανοιχτό και φωτισμένο. «Κράχτης, σύνθημα!», μας λέγει ο καπετάν Ματαπάς. Με τα πρώτα γαβγίσματα των σκύλων, σβήνει το φως του παραθύρου. «Σε τέτοιες ώρες», λέει ο Αρχηγός, «χρειάζεται ταχύτης και απόφαση»! Δεν ξέραμε τι θα βρούμε μέσα. Μα μπήκαμε από το παράθυρο, ο καπετάν Ματαπάς πρώτος. Ανέβηκε στους ώμους μου και πήδηξε μέσα. Βρήκε δυο γυναίκες ζαρωμένες κοντά στο τζάκι. Δεν πρόφθασαν ν' αποσβήσουν τη φωτιά, που έκαιε και φώτιζε. Σαν είδαν παπά, έπεσαν στα πόδια του, ζήτησαν βοήθεια. Είχαμε μπει, και ο καπετάν Ακρίτας κι εγώ, και τους μίλησα εγώ, γιατί ξέρω πιο καλά τα βουλγάρικα. Ρώτησα ποιον περιμένουν. Σταυροκοπήθηκαν αυτές, ορκίστηκαν πως δεν ήταν στο σπίτι ο Άγγελ Πέιο. Η πιο νέα, που είναι η χήρα του Παζαρέντζε, την ξέρεις εσύ Αποστόλη, είχε περισσότερο θάρρος. Ήθελε αυτή να μας φιλοξενήσει, λέει. Μας πήρε για μωρά!... Ρωτήσαμε πού είναι ο Πέιο; Στη Γιάντσιστα, λέει, για να πουλήσει τα τυριά του. Και το παράθυρο; Γιατί ήταν ανοιχτό και φωτισμένο;... Η γριά η Πέιο τα έχασε κι έκλαιγε. Η άλλη είπε πως δε γύρισε το παιδί, πως το περίμεναν. «Ποιο παιδί;» ρώτησα. Κοντοστάθηκαν. Είπε η γριά: «Το ανίψι μου». Σα να μην ξέραμε πως το ανίψι της, ο παραγιός σου το Βουλγαράκι, ήταν μαζί σου! Είχε ακούσει ο καπετάν Ακρίτας πως η Παζαρέντζαινα είχε πάρει κάτι ρούχα του μικρού, και ότι πίστεψε πως τον είχε σκοτώσει ο καπετάν Άγρας. Έτσι είναι;

- Ναι! την άκουσα εγώ, που τον μοιρολογούσε στο Ζερβοχώρι, αποκρίθηκε ο Αποστόλης.

- Μου το 'χει πει ο καπετάν Ακρίτας, εξακολούθησε να διηγείται με μονότονη φωνή ο Βασίλης. Και τη ρώτησα εγώ μήπως έστησαν το φως για το πεθαμένο ανήψι του Άγγελ Πέιο... Τότε τα 'χασαν, κι έπεσαν στα πόδια μας με όρκους πως ήταν μόνες, πως δεν ήξεραν πού είναι ο Άγγελ Πέιο. Ο καπετάν Ματαπάς είχε αγριέψει. Ήθελε να τις δέσει. Μα τις λυπήθηκε ο καπετάν Ακρίτας. Είπε: «Γυναίκες είναι, ασ' τις». Από το παράθυρο είδαμε φωτιά. Πεταχθήκαμε έξω. Και μόλις βγήκαμε, ρίξανε αυτές δυο πιστολιές. Ήταν, καθώς λέει ο αιχμάλωτος μας, το σύνθημα πως είναι κίνδυνος και να φύγουν οι φονιάδες. Κι εκεί που προχωρούσαμε, σας είδαμε σας. Χωρίς το Μάγκα που έπεσε πάνω μου, μπορούσαμε να σας είχαμε ρίξει. Τόσο βέβαιοι ήμαστε πως ήταν ο Πέιο!

- Ε, και ήταν! είπε ο Περικλής. Μόνο που δεν ήταν μαζί μας. Συλλογισμένος είπε ο Βασίλης:

- Το Βουλγαράκι τον είδε πρώτο, και του έριξε! Και του έριξε με λύσσα!

- Ο Γιωβάν τον μισούσε, εξήγησε ο Αποστόλης. Τον φοβούνταν και τον μισούσε.

- Γιατί; ρώτησε ο Περικλής.

- Τον κακομεταχειριζόταν πολύ ο θειος του.

- Τον έδερνε;

- Τον είδα να τον δέρνει μια φορά μ' ένα λουρί. Τον γλίτωσα τότε με κάτι ψευτιές, δε θυμάμαι πια τι, και από τότε ο μικρός με ακολουθεί σα σκυλί. Μα δε μιλά ποτέ για το θειό του. Τον λέει «Άγγελ Πέιο!» με τόσο μίσος, που ώρες ώρες με ξαφνίζει. Ποιος ξέρει γιατί τον πήρε σπίτι του ο κομιτατζής!... Ίσως για να του βόσκει τα πρόβατα του; Πάντα πεινούσε ο μικρός...

Ο Βασίλης είχε κόψει τη διήγηση του. Βαρεμένος, άκεφος, ξαπλώθηκε να κοιμηθεί στις πλάκες με τον Περικλή, όσο φύλαγε ο Αποστόλης και ο καπετάν Ακρίτας, ο καθένας σ' ένα παράθυρο. Μα πέρασε η μέρα χωρίς ανησυχία. Άλλαζαν οι βίγλες κάθε δυο ώρες. Πήγαινε να βασιλέψει πια ο ήλιος, όταν ο Περικλής, που φύλαγε στο ένα παράθυρο, σιωπηλά έδωσε το σύνθημα:

- Κίνδυνος!...

Μεμιάς όλοι έτρεξαν στον κρυψώνα. Τελευταίος σήκωσε ο Γρέγος την Αγία Τράπεζα και την ξανάβαλε στη θέση της. Ύστερα χώθηκε από κάτω, κατέβηκε μερικά σκαλοπάτια κι έγειρε την πλάκα, κρατώντας τη μισάνοιχτη με τις πλάτες του, για ν' ακούει. Η πόρτα της εκκλησίας άνοιξε, και βήματα και ομιλίες τούρκικες τη γέμισαν.

- Όχι, έλεγε τούρκικα μια αντρίκια φωνή. Δε λειτούργησα δυο Κυριακές, γιατί ήμουν άρρωστος. Μα το κλειδί το βαστώ απάνω μου, δεν μπαίνει κανείς εδώ μέσα.

Βήματα πλησίαζαν, ψαξίματα και ρωτήματα ακούστηκαν. Και είπε πάλι ο παπάς παραπονιάρικα:

- Μου λερώσατε τις πλάκες με τα λασπωμένα ποδήματά σας!

- Αλήθεια! αποκρίθηκε γελώντας άλλη φωνή. Ήταν περιττό να χάσομε τόσην ώρα σε απάτητες πλάκες. Αν είχαν κρυφθεί εδώ οι Γκιαούρηδες, θ' άφηναν σημάδια...

Μα οι φωνές πλησίαζαν.

- Κάποτε δεν αφήνουν, είπε άλλος. Ψάξε! Ψάξε παντού!

Σιγαλά χαμήλωσε ο Γρέγος τους ώμους του και η πλάκα εφαρμόστηκε αθόρυβα στη θέση της, κάτω από την Αγία Τράπεζα. Μερικά πήγαινε κι έλα ακόμα ακολούθησαν, ύστερα ησυχία, και η πόρτα της εκκλησίας έκλεισε βαριά. Ο Γρέγος δεν κούνησε. Ώρα ακόμα έμεινε ακίνητος, το αυτί τεντωμένο. Ένα σιγανό γρύλισμα ακούστηκε πίσω του και πνίγηκε ευθύς. Κάποιος έκανε να πλησιάσει από πίσω. Ήταν ο Αποστόλης. Το σιδερένιο χέρι του Γρέγου τον βάσταξε σαν τσιγκέλι. Και πέρασε και άλλη ώρα. Και πάλι άνοιξε η πόρτα της εκκλησίας κι έκλεισε με κρότο.

Ο Γρέγος έσκυψε στο αυτί του Αποστόλη, που είχε σταθεί πίσω του, καρφωμένος κάτω από το σιδερένιο χέρι του.

- Μην κουνήσει, μη μιλήσει κανένας, μη γρυλίσει ο σκύλος... έκανε με την άκρη των χειλιών του.

Και αργά, χωρίς τρίξιμο ή κρότο, σήκωσε την πλάκα και στάθηκε ακίνητος. Στο λυκόφως που αμυδρά φώτιζε την εκκλησία, ο Αποστόλης είδε το μεγάλο σώμα του Γρέγου να λυγά σα φίδι, να ξετυλίγεται από την καταπακτή, να ξαπλώνεται κάτω από τα καλύμματα της Αγίας Τράπεζας, με λυγίσματα σιγανά, λεπτά, που ξάφνιαζαν σε τέτοιο δυνατό άνθρωπο... Και, ξαφνικά, πετάχθηκε πάνω, όρμησε έξω από το Ιερό!... Πάλη ακούστηκε, σιωπηλή, φρικτή. Και πάλι σιωπή... Σύρθηκε έξω ο Αποστόλης, σήκωσε το κάλυμμα της Αγίας Τράπεζας, και είδε τον Γρέγο που, γονατισμένος στο στήθος ενός ανθρώπου, τον έδενε σα λουκάνικο. Άρπαξε την παλιοπιστόλα του κι έτρεξε ο Αποστόλης να τον βοηθήσει.

- Μην τραβάς, για το Θεό! Μην κάνεις κρότο!... είπε ο Γρέγος.

Χάμω, δεμένος, ανίσχυρος να κουνήσει, το στόμα στουμπωμένο, ένας Τούρκος, με κλειστά τα μάτια, φαίνουνταν πεθαμένος.

- Τον σκότωσες; λάφασε ο Αποστόλης.

- Όχι ακόμα, αποκρίθηκε ο Γρέγος. Μα αν κουνήσει, τον συγυρίζω!

Και διέταξε:

- Πήγαινε στο παράθυρο... Δες αν βλέπεις σκιά... Στην ανάγκη, θα κόψομε τούτον και το Βούλγαρο, και θα κάνομε γιουρούσι...

Πήγε ο Αποστόλης στο παράθυρο. Δεν είδε τίποτα. Πήγε στο αντικρινό. Πάλι τίποτα.

- Να σου μισανοίξω, πας να κατασκοπεύσεις; ρώτησε ο Γρέγος.

- Πάγω.

- Να νυχτώσει καλά πρώτα...

Σα γάτα χώθηκε ανάμεσα στη μισανοιγμένη πόρτα ο Αποστόλης, βγήκε έρποντας στο κατώφλι, και χώθηκε στο σκοτάδι. Δεν πέρασαν πολλά λεπτά και γύρισε. Πάλι του μισάνοιξε ο Γρέγος, και χώθηκε στην εκκλησία, έρποντας, ο οδηγός.

- Πήγαν στο χωριό, στο καφενείο, είπε του Γρέγου. Μα θα ξανάρθουν. Άφησαν τα σακίδια τους εδώ κοντά. Έχει αποτσίγαρα χάμω. Δεν είναι πολλοί - μια περιπολία.

- Φέρε τους άλλους. Και δρόμο! Προφθαίνομε την Τούμπα πριν φέξει;

- Αδύνατο!

- Πού θα πάμε;

- Στην Καψοχώρα. Ξέρω κατάλυμα σίγουρο εκεί.

- Δρόμο λοιπόν για την Καψοχώρα!

Δεν ήταν όμως τόσο απλό. Βγήκαν από την κρύπτη οι αντάρτες, έβγαλαν το Βούλγαρο, με δεμένα πάντα τα μάτια, και κουβαλητό πήραν οι δυο, ο Βασίλης και ο Γρέγος, τον δεμένο Τούρκο, και τράβηξαν στον κάμπο δυτικά. Μακριά από κάθε κατοικία έλυσαν τα μάτια του Βουλγάρου, έλυσαν και τα πόδια του Τούρκου, και του ξεστούμπωσαν το στόμα. Μα, σαν τον διέταξαν να περπατήσει, αυτός αρνήθηκε.

- Δέσε τον σ' ένα παλιούρι και άφησε τον, είπε του Γρέγου ο Βασίλης.

- Και σαν τον βρουν; ρώτησε ο Γρέγος. Δε συμφέρει να χάσομε το άσυλο της Κάλιανης.

- Περπατά μαζί μας, είπε τούρκικα ο Περικλής· δε θα σου κάνομε κακό. Μα δεν μπορούμε να σ' αφήσομε πίσω.

Ως απάντηση ο Τούρκος έβγαλε μια φωνή:

- Γκιαούρηδες εδώ! Βοήθεια!...

Δεν πρόφθασε να πει άλλο. Το μεγάλο χέρι του Γρέγου έπεσε βαριά στο στόμα του. Σήκωσε το περίστροφο του.

- Περπατά ή σου την ανάβω! του είπε. Ο Τούρκος κάθησε χάμω.

- Δεν πάγω, αποκρίθηκε πνιχτά· αν τολμάς τράβα! Ο Γρέγος δίστασε. Ένας πυροβολισμός θα ξυπνούσε τον κάμπο όλον.

Ο Ματαπάς τον σίμωσε.

- Δεν έχομε καιρό για συζήτηση, είπε, ούτε τα μέσα να χάσομε την Κάλιανη. Κάνε ό,τι πρέπει!... Κι έδωσε διαταγή: Εμπρός παιδιά!

Σιωπηλά προχώρησαν οι άλλοι, αφήνοντας τον Γρέγο πίσω με τον Τούρκο. Ο Γιωβάν τρίκλισε κι έπεσε χάμω. Τον σήκωσε ο Βασίλης με στοργή, και είδε πως έκλαιγε. Σιγά του είπε:

- Εσύ σήκωσες πιστόλι εναντίον του θείου σου... Ήσουν τέτοιο παλικάρι. Και τώρα κλαις;

Ο μικρός δεν αποκρίθηκε. Σιωπηλά έκλαιγε, με το πρόσωπο χωμένο μες στο μπράτσο του. Πήγαιναν βιαστικά. Κανένας δε μιλούσε. Με μεγάλα βήματα τους πρόκανε ο Γρέγος. Ήταν μονάχος. Κανένας δε ρώτησε τι έγινε ο Τούρκος. Και πήγαιναν σχεδόν τρεχάτοι.

Ήταν προχωρημένη η νύχτα, δυο τρεις το πρωί, όταν από αλλόγυρους και λασπωμένους βάλτους έφθασαν σ' ένα σπίτι παράμερο από την Καψοχώρα. Ο Αποστόλης πήγε μπρος κι έβγαλε ένα φώναγμα σιγανό, σαν τσακαλιού ούρλιασμα πνιγμένο. Ένα παράθυρο μισοάνοιξε.

- Ποιος; ρώτησε χαμηλόφωνα ένας άντρας.

- Ο Αποστόλης ο οδηγός!

- Μόνος;

- Όχι!

- Φέρ' τους!

Γύρισε ο Αποστόλης στους συντρόφους του, και τους οδήγησε στην πόρτα του σπιτιού, που σιωπηλά άνοιξε, και όλοι μπήκαν σε μια σκοτεινή κάμαρα.

- Πόσοι είναι; ρώτησε η ίδια αντρίκια φωνή.

- Επτά, αποκρίθηκε ο Ματαπάς. Και είμαστε νηστικοί και είμαστε κατάκοποι!

- Δεν μπορώ ν' ανάψω φως εδώ, είπε πάλι ο άνθρωπος. Μα ελάτε κάτω. Θα σας φέρω φαγί.

- Προσοχή! είπε ο Αποστόλης, που οδηγούσε· θα κατεβούμε μιαν ανεμόσκαλα.

Ένας ένας κατέβηκαν σ' ένα χωματένιο διαμέρισμα. Ήταν τόσο κουρασμένοι, που ξαπλώθηκαν όπως ήταν στο χώμα. Σε λίγο ήλθε ο σπιτονοικοκύρης κι έφερε ψωμί, τυρί και γιαούρτι. Βαστούσε και μια λαμπίτσα, και την άναψε. Ήταν ένα γεροντάκι με άσπρα μαλλιά, κοντό και γερτό, μα με αγαθά γαλανά μάτια και χείλια γελαστά.

- Δεν έχω άλλο φαγί στο σπίτι, είπε, σα να ζητούσε να εξιλεωθεί για το απλοϊκό αλλά άφθονο γεύμα. Μα τουλάχιστον εδώ δε θα έλθει κανένας να σας ζητήσει. Φάγετε και κοιμηθείτε ήσυχοι. Φυλάγω εγώ.

Στάθηκε μια στιγμή εμπρός στον Γρέγο, σα να ήθελε κάτι να του πει. Μα δε μίλησε. Τον κοίταξε μόνο στα μάτια. Ύστερα, ανέβηκε πάλι κι έκλεισε μια πόρτα πίσω του. Οι αντάρτες ήταν σ' ένα υπόγειο χωματένιο, χωρίς παράθυρο, με σανιδένια σκέπη. Κανένας δε ρώτησε τι ήταν ο γέρος. Έλυσαν τα χέρια του Βούλγαρου, του έδωσαν το μερίδιο του της τροφής, και πάλι του έδεσαν τα χέρια. Και όλοι έπεσαν να κοιμηθούν. Ο Αποστόλης βρέθηκε ξαπλωμένος πλάγι στον Περικλή. Τον ρώτησε:

- Ο αγώνας του '21, όπου έχασε το χέρι του ο παππούς σου, ήταν έτσι άγριος σαν το δικό μας;

Συλλογισμένος αποκρίθηκε ο Περικλής:

- Ήταν και αυτός άγριος αγώνας, μα νομίζω πως τούτος είναι χειρότερος.

- Γιατί;

- Εκεί ήταν πόλεμος. Εδώ είναι δολοφονίες.

Ο Γρέγος, που πάντα είχε ένα αυτί στις κουβέντες των αγοριών, ανασηκώθηκε και αγκάλιασε τα διπλωμένα του γόνατα.

- Τι ξέρετε σεις από αγριότητες, ανήλικα; είπε με καλοσύνη, χωρίς καμιά ειρωνεία στη φωνή του. Είδατε ποτέ πεινασμένους να τρων ζωντανό άνθρωπο που σπαράζει; Είδατε ν' αλείφουν με μέλι άνθρωπο ζωντανό και να τον ρίχνουν σε φωλιά μερμηγκιών, που σε λίγες ώρες δεν αφήνουν κοκαλάκι; Τι ξέρετε σεις από αγριότητα;

Τ' αγόρια δεν αποκρίθηκαν. Και είπε σοβαρά ο Γρέγος:

- Κάθε αγώνας είναι άγριος!... Πάντα! Δεν τα ξέρομε όλα του 21, γιατί εκείνοι που τα είδαν και όσοι τα έγραψαν παρέλειψαν στη διήγηση τους πολλές ασχήμιες, ή μετρίασαν τις αγριότητες. Κι έτσι έγινε ένας θρύλος, που δεν είναι πάντα πιστός. Το ίδιο θα γίνει σα γράψουν και για τούτον. Οι Βούλγαροι θα λεν πως εμείς ήμαστε θηρία, κι εμείς θα λέμε πως ήμαστε άγγελοι. Και όμως όλοι - τ' ακούς! - όλοι όσοι βγήκαμε σε αγώνα, αναγκαστήκαμε να χύσομε αίμα, άλλος άδικα, άλλος δίκαια. Μα όλοι οι αγώνες είναι άγριοι. Ή θα σκοτώσεις ή θα σε σκοτώσουν. Και τα μέσα που μεταχειρίζεται ο εχθρός, θες δε θες, θα τα μεταχειριστείς κι εσύ, αν δε θες να εξουδετερωθείς.

Τ' αγόρια, πάλι δε μίλησαν. Και είπε ο καπετάν Ματαπάς, μαντεύοντας πως η τύχη του Τούρκου τους απασχολούσε:

- Εδώ πολεμούμε Βουλγάρους και Ρουμούνους, σ' έδαφος τρίτου εχθρού, του Τούρκου, που, αντί να μας προστατεύει όλους, μας διαιρεί για να επιβάλλεται καλύτερα, και μας εξοντώνει όπου μπορεί, και τους μεν και τους δε, τον καθένα μας χωριστά και όλους μαζί.

Συλλογισμένη σιωπή ακολούθησε. Την έκοψε πάλι ο Ματαπάς:

- Πώς το κατάλαβες που δεν είχε φύγει με τους άλλους αυτός ο φουκαράς; ρώτησε τον Γρέγο.

- Είχα υποψίες από κάτι λόγια τους. Έπειτα, ξανάκλεισε η πόρτα της εκκλησίας. Άρα δεν είχαν φύγει όλοι μαζί την πρώτη φορά. Και άκουσα το σκύλο που γρύλισε. Στη σιωπή της εκκλησίας, κάτι αόριστο μου έλεγε πως δεν ήταν άδεια. Στην Ουγκάντα, ξέρεις, μαθαίνεις ν' ακούς κινήσεις κρυφές, ακόμα και να τις μυρίζεσαι όταν δεν τις ακούς...

Χαμηλόφωνα, ρώτησε ο Αποστόλης τον Περικλή:

- Τι θα πει Ουγκάντα; Ξέρεις;

- Είναι ένα μέρος, στο κέντρο της Αφρικής. Έχει πολλά άγρια θηρία, και σε μερικά μέρη άγριες φυλές.

- Και πήγε κει ο καπετάν Ακρίτας;

- Έτσι μοιάζει. Ρώτησε τον αύριο.

Μα την άλλη μέρα δε ρώτησε ο Αποστόλης. Ήταν αλλού απασχολημένος ο νους ολωνών. Το πρωί, τρεχάτος ήλθε ο γέρος κι έκλεισε τη καταπακτή, και όλη μέρα, σιωπηλοί, ακίνητοι, οι αντάρτες άκουαν κουβέντες και πήγαινε κι έλα από πάνω τους. Ήταν μια τούρκικη περιπολία. Είχαν έλθει στρατιώτες, και κάθισαν κι έφαγαν κι ήπιαν και κοιμήθηκαν στο σπίτι του γέρου. Αλλά υποψία δεν τους μπήκε πως κάτω από τα πόδια τους επτά άνθρωποι, ακίνητοι και σιωπηλοί, κρύβουνταν. Για καλό και για κακό, είχαν δέσει χειροπόδαρα το Βούλγαρο αιχμάλωτο, και του είχαν κλείσει το στόμα. Μα προς το βράδυ ο αέρας έλειψε, έγινε πνιγερός μες στη χωματένια τρύπα τους. Ο Βασίλης ξεφίμωσε το Βούλγαρο για να μη σκάσει, και κάθισε πλάγι του με το μαχαίρι, έτοιμος να τον εξουδετερώσει αν έκανε να μιλήσει ή να κουνήσει. Και όλοι περίμεναν. Και ο αέρας γίνουνταν όλο και πιο πνιγερός. Οι άντρες είχαν ξαπλωθεί χάμω. Νερό δεν είχαν, αέρα δεν είχαν. Ως πότε θα βαστούσαν; Προς το βράδυ ακούστηκε σάλαγος πάνω από το κεφάλι τους. Οι στρατιώτες μάζευαν όπλα και αποσκευές, έφευγαν. Άδειασε το σπίτι, πέρασαν μερικά λεπτά, και η καταπακτή άνοιξε. Ο δροσερός αέρας, που χύθηκε μες στον κρυψώνα, ζωογόνησε μεμιάς τους άντρες. Και σιγά, φορτωμένος, κατέβηκε ο γέρος την ανεμόσκαλα, τους έφερε νερό και φαγί.

- Πάνε στο Γιδά, τους είπε· μα σε δυο ώρες θα είναι εδώ άλλοι. Τους είπα πως σας είδα χθες πως τραβούσατε κατά το Νιχώρι. Θα σας γυρεύουν από κει. Μα έρχονται άλλοι από την Κάλιανη. Πρέπει να φύγετε αμέσως!

Ο καπετάν Ματαπάς θέλησε να δώσει χρήματα στο γέρο. Τ' αρνήθηκε αυτός με πείσμα.

- Το παιδί μου είναι στον Ελληνικό Στρατό, είπε. Δεν πληρώνομαι για μια βοήθεια τέτοια.

- Πώς σε λένε, να ξέρομε τουλάχιστον σε ποιον χρωστούμε όσα μας έκανες; ρώτησε ο Ματαπάς.

- Τι σε νοιάζει πώς με λένε; αποκρίθηκε ο γέρος. Και γυρνώντας στον Γρέγο τ' αγαθά γαλανά του μάτια, πρόσθεσε:

- Να ξέρετε μόνο πως τουρκόσπορος δεν είμαι!... Ο Γρέγος χλώμιασε. Μα ήσυχα ρώτησε:

- Μήπως λένε Γιάγκο το γιο σου; Ο γέρος γέλασε σιωπηλά.

- Ισως να τον λεν Γιάγκο, αποκρίθηκε. Τον ξέρεις μήπως;

- Ξέρω κάποιον Γιάγκο, που έχει γαλανά μάτια σαν και σένα, είπε τάχα αδιάφορα ο Γρέγος.

Και είπε πάλι ο γέρος, αποτείνοντας το λόγο στο καπετάν Ματαπά:

- Αυτοί με νομίζουν δικό τους, Αρβανίτη, Τούρκο! Άφησε με κρυφά να κάνω ό,τι μπορώ για τον Αγώνα μας.

Ο Ματαπάς με συγκίνηση του έσφιξε το χέρι.

- Ο πατριωτισμός του Ελληνισμού, σε τέτοιες ώρες φαίνεται, είπε. Και σένα τώρα θα σου ζητήσουμε ακόμα μια χάρη. Κράτα κοντά σου τούτον, πρόσθεσε, δείχνοντας του το Βούλγαρο αιχμάλωτο. Μας είναι βάρος στο βιαστικό μας φευγιό.

Μα όταν άκουσε ο Βούλγαρος πως ήθελαν να τον αφήσουν πίσω, κλαίγοντας έπεσε στα πόδια του Ματαπά και αγκάλιασε τα γόνατα του.

- Μη μ' αφήσετε, πάρετε με μαζί σας, κάνετε με δικό σας, για σας να σκοτωθώ! παρακάλεσε ανάμεσα στα δάκρυα του. Δε θέλω να γυρίσω με τους Βουλγάρους! Δείτε τι μας κάνουν για να μας υποχρεώσουν να πολεμούμε μαζί τους!

Και, ανοίγοντας τα ρούχα του, έδειξε τρεις τέσσερις μισοκλεισμένες πληγές από μαχαιριές.

- Έτσι χτύπησαν και τον αδελφό μου! Έτσι και μένα! τους είπε. Θέλαμε δε θέλαμε, έπρεπε να τους ακολουθήσομε. Πάρτε με μαζί σας! Δε θέλω να ξαναπέσω στα χέρια τους!

Ο Ματαπάς δυσανασχετούσε, ανυπομονούσε, δίσταζε. Ο Γρέγος του είπε:

- Πάρ' τον μαζί σου, Αρχηγέ. Ίσως να λέει την αλήθεια. Τον εγγυούμαι εγώ. Αν κάνει να παραστρατήσει...

Με την παλάμη του χτύπησε το περίστροφο του, χωμένο στη ζώνη του. Ο Ματαπάς ενέδωσε:

- Πώς σε λένε; ρώτησε.

- Χρήστοφ Μπόζαν!

- Έλα μαζί λοιπόν, Χρήστοφ Μπόζαν, είπε του αιχμαλώτου, με τα σπασμένα του βουλγάρικα. Μα αν κάνεις να μας προδώσεις...

Ο Βούλγαρος προσκύνησε και φίλησε τα γόνατα του.

- Να με γδάρεις ζωντανό! αναφώνησε. Δούλος σου, σκλάβος σου θα γίνω!

Με βήμα ταχύ πέρασε ο Αποστόλης την ανθρώπινη αλυσίδα από τα πιο έρημα μέρη του κάμπου, κάνοντας αλλόγυρους, διαλέγοντας ρεματιές και ανωμαλίες του εδάφους, περνώντας τους σε χαράδρες, ακόμα και σε νερά, όπου ήταν κίνδυνος να βρίσκεται άνθρωπος που να τους δει ή να τους ακούσει. Και, νύχτα ακόμα, πριν ξημερώσει, έφθασαν στη σκάλα της Τερχοβίστας. Δυο πιστολιές απανωτές έφεραν τρεις τέσσερις πλάβες στην ακτή. Βιαστικά επιβιβάστηκαν οι κουρασμένοι άντρες στα μονόξυλα, και, πριν φέξει, είχαν ξαπλωθεί στο πάτωμα της μεγάλης Τούμπας, ελεύθεροι πια, εξασφαλισμένοι, έξω από την εκδίκηση των Βουλγάρων και από το κυνηγητό των τούρκικων αρχών.