Στα μυστικά του βάλτου/Κεφάλαιο ΙΒ

Από Βικιθήκη
Στα μυστικά του βάλτου
Συγγραφέας:
ΙΒ'. Ο Διαβολόπαπας


Οι ειδήσεις ήταν κακές. Ο Αποστόλ Πέτκωφ γυρνούσε, λέει, στα χωριά της Λίμνης και άφηνε πίσω του την αιματωμένη του αλέτρια. Και όπου δεν πρόφθαινε αυτός, τον συμπλήρωνε ο διψασμένος αίμα κομιτατζής Χατζή - Τράιο. Πέντε ψαράδες του Βάλτου και δύο χωρικοί των Αγίων Αποστόλων είχαν πληρώσει με τη ζωή τους το αμάρτημα πως ήταν Έλληνες Πατριαρχικοί. Και σε όλη την ύπαιθρο χώρα, κομιτατζήδες φοβέριζαν, φορολογούσαν τους χωρικούς, έκαιαν, σκότωναν, βασάνιζαν, τρομοκρατούσαν.

- Μην το μάθει ο Άγρας και γυρέψει να φύγει, είπε ο γιατρός της γυναίκας του. Πες των παιδιών να μην του πουν τίποτα, γιατί δεν επουλώθηκαν ολότελα οι κακοφορμισμένες του πληγές, και φοβούμαι προπάντων την ελονοσία, που θα τον καταστήσει ανίκανο για τη δουλειά του, αν δεν προσέξει...

Δεν είπαν τίποτα τα παιδιά, και ας τους έτρωγε η γλώσσα να τα μιλήσουν με τον καπετάν Άγρα, να πάρουν τη γνώμη του, και να τα συζητήσουν ύστερα αναμεταξύ τους. Μα την τετάρτη μέρα, τ' απόγεμα αργά, χτύπησε η πόρτα και μια κοπέλα χαιρέτησε φιλικά την παλιά πιστή υπηρέτρια του σπιτιού που της άνοιξε, και ζήτησε το γιατρό. Κανένας δεν ήταν στο σπίτι. Ο γιατρός ήταν σε κάποιον άρρωστο, η γυναίκα του έλειπε, τα παιδιά δεν είχαν γυρίσει από το σχολείο. Τότε ζήτησε η κοπέλα τον «άρρωστο μουσαφίρη». Και η πιστή κυρα - Μόρφω την ανέβασε στην κάμαρα του ξένου. Ο καπετάν Άγρας διάβαζε, καθισμένος κοντά στο παράθυρο, σε μια κουνιστή πολυθρόνα, και χαίρουνταν τις τελευταίες αχτίδες του ηλίου που βασίλευε πίσω από τις θαμπές κορυφές του Βέρμιου. Άκουσε την πόρτα που άνοιξε και είδε μπροστά του μια νέα γυναίκα ως είκοσι χρόνων, ντυμένη μπλου σκούρα με γούνα αλεπούς στο λαιμό.

- Ο καπετάν Άγρας; ρώτησε η νέα με κάποια συγκίνηση.

Ο Άγρας σηκώθηκε. Είχε κρεμασμένο ακόμα το χέρι του, μα ο ώμος του είχε σχεδόν γιατρευθεί και φορούσε το σακάκι του χωρίς να περάσει το μανίκι του.

- Εγώ είμαι, αποκρίθηκε με κάποια απορία. Η κυρία;

- Ηλέκτρα Δράκου.

- Η ηρωική δασκάλισσα του Ζορμπά; διέκοψε ξαφνισμένος ο Άγρας.

- Δασκάλισσα, ναι. Ηρωική όμως, όχι. Δεν έκανα ποτέ κανέναν ηρωισμό, αποκρίθηκε χαμογελώντας η κυρία Ηλέκτρα.

- Αυτό το κρίνομε μεις, είπε όλο και πιο συγκινημένος ο Άγρας.

Και τείνοντας το γερό του χέρι:

- Δώστε μου το χέρι σας να το σφίξω, πρόσθεσε.

Την έβαλε να καθίσει στην κουνιστή πολυθρόνα του παραθύρου κι έσπρωξε μια καρέκλα κοντά της.

- Λέτε μου γρήγορα, έκανε ανυπόμονα. Για ν' αφήσετε το σχολειό σας και να 'ρθετε να με βρείτε, κάτι σπουδαίο έχετε να μου πείτε.

Ναι, είχε σπουδαία να του πει η κυρία Ηλέκτρα. Και είχε περάσει από το Προξενείο, και είχε δει τον κύριο Κατσανό, που εργάζουνταν με τον κύριο Ζώη. Την πήγε ίσια στο Γενικό Πρόξενο, και την είχε ακούσει εκείνος με προσοχή, και της είπε να έλθει η ίδια στο σπίτι του γιατρού, να δει η ίδια τον Άγρα, να του τα πει όλα αυτά, κι εκείνος, που ήξερε καλά το Βάλτο, θα μπορούσε να της πει τι σύμφερε να γίνει. Γιατί οι καπεταναίοι είχαν διαφωνήσει.

Στο μεταξύ είχαν γίνει και μερικές περίεργες αντεκδικήσεις. Στη Νιάουσα, στη Βέρροια, και προπάντων στη βόρεια μεριά του Βάλτου, βρέθηκαν σκοτωμένοι, πάντα με τον ίδιο τρόπο, μια μαχαιριά στην καρδιά, τέσσερις πέντε δολοφόνοι κομιτατζήδες. Σώμα ανταρτικό δεν είχε περάσει από κει. Ο καπετάν Νικηφόρος δεν είχε ανέβει βέβαια ως εκεί, γιατί ήταν πολύ μακριά τα χωριά Ραδομίρ, Κασίνοβο, Γουμένιτσα, για να προφθάσει να πάγει, να τιμωρήσει, και να γυρίσει στο Βάλτο. Άλλωστε έτσι, με μοναδικούς φόνους, δε θα ενεργούσε ένα σώμα ανταρτικό. Θα έκαιε το χωριό ως τιμωρία των κομιτατζήδων. Και ο κοσμάκης, σ' όλη την ύπαιθρο, άρχισε να μουρμουρίζει πάλι τ' όνομα του καπετάν Γαρέφη, του ηρωικού Γαρέφη, που σκότωσε τον Λούκα και τον Καρατάσο, δυο από τους χειρότερους αρχικομιτατζήδες, μόνος του, με το χέρι του, μέσα στην καλύβα τους, και πλήγωσε έναν τρίτο, τον Τσότσο. Μα ο Γαρέφης πέθανε δυο τρεις μέρες αργότερα από μια σφαίρα στην κοιλιά, που την είχε φάγει από τους έξω κομιτατζήδες ή από τους δικούς μας που χτυπιούνταν. Αδιάφορο, σου λένε. Αναστήθηκε ο Γαρέφης. Και τα κρυφόλεγαν στα ελληνικά χωριά και χαίρουνταν. Ζητούσαν όμως βοήθεια και δράση των σωμάτων.

Τα είχε πει όλα αυτά η κυρία Ηλέκτρα στον κύριο Αντωνίου και στον κύριο Ιωαννίδη, που διεύθυναν τις δυτικές περιφέρειες και την Καρατζόβα και την Κατερίνη. Και την άκουσαν και οι δυο, σοβαροί, σιωπηλοί, ο κύριος Ιωαννίδης μισοκρύβοντας ένα μυστηριώδικο χαμόγελο μες στο ξανθό του μουστάκι, ο κύριος Αντωνίου πιο σοβαρός ακόμα και πιο μυστηριώδης. Και αφού την άκουσαν ως το τέλος, της είπε ο κύριος Αντωνίου:

- Δεν αναστήθηκε βέβαια ο Γαρέφης. Μα έπρεπε να εξουδετερωθούν αυτοί, γιατί ήταν ένας κι ένας, αρχικομιτατζήδες δολοφόνοι, που τρομοκρατούσαν χωριά και χώρες. Ως προς τα χωριά της Λίμνης, φώναξαν τον κύριο Ζώη και τον κύριο Κατσανό, και τους είπε πάλι εκείνη την κατάσταση και πως διαφώνησαν οι καπεταναίοι.

Ο καπετάν Ρουπακιάς είχε μαλώσει με τον αρχηγό του, τον καπετάν Κάλα, που κατέκρινε τις τολμηρές επιθέσεις του καπετάν Άγρα, κι έφευγε, λέει, με τον καπετάν Παναγιώτη, που, άρρωστος, ελεεινός, κατέβαινε στην Ελλάδα. Ο καπετάν Τυλιγάδης με τον καπετάν Ζήκη βαστούσαν ακόμα την Κούγκα, μα ζητούσαν ενισχύσεις. Τρεις χιλιάδες Τούρκοι είχαν κυκλώσει τη Λίμνη. Ζητούσαν συνεννόηση με τον καπετάν Άγρα, να χτυπήσουν τους Βουλγάρους. Ο καπετάν Νικηφόρος με τον καπετάν Κάλα είχαν πάει στο δυτικό διαμέρισμα, στις Κάτω Καλύβες, για τις διαπραγματεύσεις. Μα ο καπετάν Κάλας δεν ήθελε σύμπραξη με τους Τούρκους.

- Γιατί! Γιατί! διέκοψε ο Άγρας. Ας διώξομε τώρα τους Βουλγάρους από τη Λίμνη, και ύστερα βλέπομε τι θα κάνομε με τους Τούρκους.

Έτσι έλεγαν και οι άλλοι καπεταναίοι, του είπε η κυρία Ηλέκτρα, αλλά ο καπετάν Κάλας δυσπιστούσε, δεν ήθελε. Ο καπετάν Νικηφόρος ζητούσε να μετατεθεί αυτός στην Κούγκα με το σώμα του, για να συγκρατεί και να χτυπά τους Βουλγάρους στη φωλιά τους. Μα ο καπετάν Κάλας, γενικός αρχηγός όλης της Λίμνης, διαφωνούσε με όλους τους άλλους καπεταναίους, δεν ήθελε βίαιη δράση, δεν αποφάσιζε να πάρει, λέει, στο λαιμό του τόσους άντρες, ακολουθώντας την επιθετική δράση του Άγρα. Είχε κατέβει από τον Όλυμπο και ο καπετάν Ματαπάς, είχε έλθει στη Λίμνη και ο καπετάν Κολιός, για να τον μεταπείσουν. Τίποτα! Ο Κάλας δεν ήθελε, λέει, τρέλες. Αμυντική στάση ήθελε και τίποτε άλλο. Ο Άγρας πετάχθηκε στα πόδια του.

- Πότε φεύγετε; ρώτησε.

- Αύριο πρωί.

- Θα φύγομε μαζί. Ο φίλος μου ο Χαλίλμπεης βιάζεται και αυτός. Θα μας πάγει ασφαλώς στο Βάλτο.

Μάταια προσπάθησε ο γιατρός να τον αποτρέψει να φύγει πριν επουλωθούν οι πληγές του, πριν δυναμώσει και συνέλθει από τους ελώδεις. Ο Άγρας έφυγε πρωί πρωί με την κυρία Ηλέκτρα, και πριν νυχτώσει ήταν στην καλύβα Τσέκρι. Εκεί είχαν μαζευθεί όλοι οι καπεταναίοι. Έστησαν συμβούλιο. Πλειοψήφησαν για την πολεμική δράση του Άγρα, έκαναν ανακρίσεις και καταδίκασαν όσους πολεμιστές δεν πειθαρχούσαν ή δεν είχαν άμεμπτη διαγωγή, έστειλαν τις αποφάσεις τους στο Κέντρο Θεσσαλονίκης για να επικυρωθούν, και πρωί πρωί πάλι έφυγε ο Άγρας για την Κούγκα. Μαζί του πήγαινε και ο Αποστόλης. Είχαν αφήσει την κυρία Ηλέκτρα στο δρόμο του Ζορμπά, πριν μπουν στη Λίμνη, και, παίρνοντας από το κρυφό μονοπάτι, πίσω από τις δυο Τούμπες, Νησί και Τερχοβίστα, έφθασαν στην καλύβα Κόρακα και από κει στην Κούγκα.

Στο παλιό πάτωμα της Κούγκας υψώνουνταν τώρα, χτίριο αληθινό, μια καινούρια καλύβα, που περνούσε και τα ψηλότερα καλάμια, υπερήφανη και προκλητική. Πάνω από τριάντα χωρικοί δούλεψαν όλες αυτές τις μέρες που έλειπε ο Άγρας, μετέφεραν καδρόνια, καλάμια, ραγάζι και χώμα από τη νότια ακρολιμνιά, για να κατασκευάσουν τη μεγάλην αυτή καλύβα, να έλθει και να τη βρει έτοιμη ο Αρχηγός.

- Τι είναι, καλέ, τούτο το θηρίο; ρώτησε ξαφνισμένος ο Άγρας.

Οι υπαρχηγοί του κοιτάχθηκαν χαρούμενοι.

- Δε σου άξιζε τέτοια μεγάλη καλύβα, κύριε Αρχηγέ; έκανε ο Τυλιγάδης. Ύστερα από την επίθεση που έκανες στις 14 Νοεμβρίου, σου χρειάζουνταν παλάτι εσένα. Οι άντρες γύρω καμάρωναν. Το πάτωμα ήταν στερεωμένο με καδρόνια μπηγμένα στο βυθό, και ανάμεσα τους στρώμα παχύ από καλάμια και ραγάζι στοιβάζουνταν στις φυτείες, στα ρηχά νερά. Οι τοίχοι της καλύβας, καλοφτιαγμένοι, με πλεγμένα καλάμια και ψαθί, ήταν, καθώς και η στέγη, προφυλαγμένοι από τη βροχή με παχύ στρώμα ραγάζι. Είχαν φτιάσει, αλήθεια, καλύβα που να τη ζουλεύει η γειτονιά.

Καμάρωνε και ο Άγρας, για να μην απογοητεύσει τους άντρες του που είχαν δουλέψει με τόση καλή θέληση. Μα άθελα μετρούσε με το μάτι το ύψος της στέγης που ξεπερνούσε προκλητικά τα ξερά καλάμια, επίσης και το χαμηλό πρόχωμα που, ένεκα της δυσκολίας να μεταφερθεί τόσο χώμα από τη σκάλα της Τερχοβίστας, είχε περιοριστεί σε τρεις τέσσερις σπιθαμές, που μόνο σώματα «πρηνηδόν» μπορούσε να προστατεύσει. Κι έλεγε ο γίγας ο Βαγγέλης από τη Νιάουσα, «ο Μακεδόνας», όπως τον έλεγε χαϊδευτικά ο Άγρας, που είχε δουλέψει σα δέκα εργάτες:

- Σου άξιζε, κυρ Αρχηγέ, μια τέτοια καλύβα. Εσύ με δεκαοχτώ ανομάτες τρομοκράτησες τους Βουλγάρους στις καλύβες του Ζερβοχωριού. Προχθές, διακόσιοι Τούρκοι προσπάθησαν να τις πάρουν και τις έφαγαν.

- Διακόσιοι Τούρκοι; Πώς αυτό; αναφώνησε ο Άγρας.

- Βέβαια! Περικύκλωσαν οι Τούρκοι τη Λίμνη από το βορειοδυτικό μέρος. Δεν το ξέρεις, κύριε Αρχηγέ; ρώτησε ο Τυλιγάδης. Και διακόσιοι από δαύτους θέλησαν να κάνουν γιουρούσι στις βουλγάρικες καλύβες, και δεν έκαναν τίποτα. Τους χτύπησαν οι Βούλγαροι και φύγανε αυτοί...

- Τους απέκρουσαν οι Βούλγαροι; έκανε συλλογισμένος ο Άγρας. Μην το χαίρεστε, παιδιά· θα πει πως έλαβαν αυτοί ενισχύσεις και πως θα 'ρθει και μας η σειρά μας.

- Και δεν πάει να 'ρθει; είπε καυχησιάρικα ο Βαγγέλης. Εδώ είμαστε.

Και σηκώνοντας το μανίκι του, έδειξε υπερήφανα τους φοβερούς μυς του χεριού του. Μα ο Άγρας έμενε συλλογισμένος. Μετρούσε με το μάτι τους άντρες του, και υπολόγιζε αν θα ήταν δυνατή η άμυνα μέσα στην καινούρια θεόρατη καλύβα του, πίσω από το χαμηλό της πρόχωμα.

- Αποστόλη! φώναξε.

Και σαν παρουσιάστηκε ο μικρός, καλόκαρδα του είπε:

- Πάλι εσένα θα λάχει, Αποστόλη, να μου κάνεις τον ταχυδρόμο.

Να πάει, λέει, στην Τούμπα Τερχοβίστας, όπου ήταν ο καπετάν Παναγιώτης, στο Τσέκρι του καπετάν Νικηφόρου, και από κει στην Κρυφή του καπετάν Κάλα, και να τους πει σε όλους να στείλουν ενισχύσεις. Τροφές και πολεμοφόδια θα φρόντιζε η Τερχοβίστα να του στείλει με τους συνηθισμένους χωρικούς και ταχυδρόμους. Μα χρειάζουνταν άντρες. Η θέση της Κούγκας, σα σφήνα χωμένη μες στο σύμπλεγμα από βουλγάρικες καλύβες, ήταν πρόκληση για τους Βουλγάρους, που δεν μπορούσαν να το ανεχθούν. Ούτε όμως και ο Άγρας ανέχουνταν να φύγει. Την τύχη του την είχε συνδέσει με την τύχη της Κούγκας. Αν χάνουνταν αυτή, ας χάνουνταν και αυτός... Ανήσυχος, βιαστικός πήγαινε ο Αποστόλης μ' έναν πλαβαδόρο χωρικό κατά την Κρυφή. Στην Τούμπα της Τερχοβίστας δεν είχε βρει πια τον καπετάν Παναγιώτη. Του είχαν πει τα παιδιά που τη φύλαγαν:

- Δυνάμεις εμείς εδώ δεν έχομε. Μόλις που φυλαγόμαστε. Και μας έφυγε άρρωστος ο καπετάν Παναγιώτης. Τι να σου κάνομε μεις, που ο αρχηγός μας έφυγε και άλλος αρχηγός δε μας ήλθε;

Στο Τσέκρι, ο καπετάν Νικηφόρος τον είχε δεχθεί και ακούσει με το στοχαστικό του σιωπηλό ύφος, τρίβοντας το ξυρισμένο του πηγούνι, κι έμεινε συλλογισμένος κάμποση ώρα. Ύστερα κάθησε κι έγραψε ένα μακρύ γράμμα και του το εμπιστεύθηκε να το πάγει ο ίδιος στη Θεσσαλονίκη, στο Γενικό Προξενείο.

- Μα έχω μήνυμα και για την Κρυφή, είπε ο Αποστόλης.

- Θα πας και στην Κρυφή, αποκρίθηκε ο Νικηφόρος. Δες τι μπορείς να κάνεις κι εκεί. Και σα βγεις στην ακρολιμνιά, τραβάς για τη Θεσσαλονίκη, με τη βοήθεια της κυρίας Ηλέκτρας ή μόνος, όπως μπορέσεις. Εγώ όμως δε θα περιμένω απάντηση, το ξέρω πως θα με εγκρίνουν να πάγω στην Κούγκα αμέσως, και δεν μπορώ ν' αφήσω τον καπετάν Άγρα να χαθεί. Αν σου δώσουν απάντηση από το Κέντρο, θα μου τη φέρεις κατευθείαν στην Κούγκα.

Κι έφυγε νότια ο Αποστόλης με τον πλαβαδόρο του, κι έφθασε μεσημέρι. Ήταν δυο μέρες που έλειπε από την Κούγκα, κι εκείνο το πρωί, φεύγοντας από το Τσέκρι, όπου είχε κοιμηθεί, άκουσε μερικές τουφεκιές, που γρήγορα άλλωστε σώπασαν και που είχαν πέσει κατά το δυτικό μέρος. Είχαν πιαστεί άραγε εχθρικές περιπολίες; Ή, δυναμωμένοι, οι Βούλγαροι είχαν επιτεθεί της Κούγκας; Όσο καθαρή, συγυρισμένη και πειθαρχική είχε αφήσει την καλύβα Τσέκρι ο Αποστόλης, τόσο άνω κάτω βρήκε την Κρυφή. Οι καπεταναίοι ήταν όλοι σε διάσταση. Ο καπετάν Ρουπακιάς είχε διαφωνήσει με τον καπετάν Κάλα, και τον άφησε, θυμωμένος. Ήταν έτοιμος να ξεκινήσει με τον καπετάν Παναγιώτη, που από την αδυναμία και τους ρευματισμούς ούτε να σταθεί πια σχεδόν δεν μπορούσε. Είχε πάθει αιμορραγίες, και οι βδέλλες της Λίμνης του είχαν ρουφήξει το λίγο αίμα που του έμενε από την αρρώστια και την κούραση. Και ήταν ψειριασμένος τόσο, που ούτε να κοιμηθεί δεν μπορούσε. Χλωμός, αδύνατος, αποκαμωμένος, είπε του Αποστόλη:

- Θα πάμε από την Κάτω Λίμνη... Πάμε και να παστρευθούμε... Τέτοια ψείρα δεν την ξαναείδα. Ψείρα με μαύρη ουρά την είδες εσύ ποτέ; Ε, τέτοιες είναι οι ψείρες εδώ, στη βρώμικη Κρυφή!...

Και τόσο κουρασμένο, τόσο άρρωστο τον είδε ο Αποστόλης, ώστε δεν του είπε:

- Μ' έστειλε ο καπετάν Άγρας να ζητήσω επικουρία.

Και μόνο σαν έφυγε ο καπετάν Παναγιώτης με τον καπετάν Ρουπακιά, μετέδωσε το μήνυμα του Άγρα στον καπετάν Κάλα, που είχε έλθει να παραλάβει την Κρυφή, γιατί έμενε και αυτή χωρίς αρχηγό. Τον άκουσε ο καπετάν Κάλας σιωπηλά, χτυπώντας ένα τσιγάρο στο νύχι του πριν το ανάψει. Βοήθεια και αυτός, λέει, δεν είχε να στείλει. Είχε πολύ λίγους άντρες μαζί του. Μα θα κοίταζε... θα φρόντιζε... «Θα πάγει άραγε;» διερωτήθηκε ανήσυχα ο Αποστόλης. Με βαριά καρδιά έφυγε από την καλύβα, βγήκε στη σκάλα της Κρυφής, αποχαιρέτησε τον πλαβαδόρο και τράβηξε για το Πλατύ, όπου πήρε το βραδινό τραίνο που τον έβγαλε στη Θεσσαλονίκη, βράδυ πάλι, κατά τις επτά. Ήταν πρώτες μέρες του Δεκεμβρίου. Έκανε κρύο γερό. Ίσια στο Μητροπολιτικό Μέγαρο πήγε, τάχα πως θα δει το Μητροπολίτη, και από την κρυφή πορτίτσα, ανοιγμένη στο μεσότοιχο του κήπου, μπήκε στο Προξενείο. Ο Γενικός Πρόξενος είχε βγει. Μα παρέλαβε ο Αλής το γράμμα του καπετάν Νικηφόρου, και μαζί με τον Αποστόλη ξεκίνησε να το πάγει ευθύς στο Γενικόν Πρόξενο, που δειπνούσε σε φιλικό σπίτι.

Άφησε στου γιατρού τον Αποστόλη, που ήθελε να του δώσει νέα του Άγρα. Μα σαν έφθασε κει ο Αποστόλης, βρήκε την τσούρμα των αγοριών σε μεγάλη έξαψη. Όχι, δεν ήταν ο πατέρας τους στο σπίτι, αποκρίθηκαν του Αποστόλη που τον ζήτησε.

- Και ξέρεις γιατί δεν είναι στο σπίτι; ρώτησε ο Αλέκος. Μα του έκοψε ο Κώστας το λόγο.

Ο πατέρας του βγήκε έξω. Ο πατέρας του είχε δουλειά. Ο πατέρας του...

Τον πήραν παράμερα τ' αγόρια για να μην ακούν τα μικρά, και του είπε ο Κώστας:

- Δε σου είπα πως θα γλιτώσομε τον καπετάν Αμβρακιώτη; Ε, τον γλιτώσαμε! Τον βγάλαμε από τη φυλακή.

- Μες στα σκουπίδια; ρώτησε ο Αποστόλης, που είχε κολλήσει από την έξαψη των αγοριών.

- Όχι δα, καημένε! Όλο με τον ίδιο τρόπο, νομίζεις, γίνονται αυτά; Βγήκε ελεύθερα - πρόσθεσε ο Κώστας με μια πλατιά κίνηση του χεριού - χθες, ανήμερα του Αγίου Νικολάου.

Τρέμοντας από συγκίνηση άκουσε ο Αποστόλης τη διήγηση των αγοριών, που ο ένας έκοβε το λόγο του άλλου, για να προσθέσει μια ξεχασμένη λεπτομέρεια.

- Ήταν ετοιμασμένα τα πράματα από εβδομάδες. Τον είχαν κλείσει στο Επταπύργιο, φοβερή φυλακή, απαίσια μπουντρούμια! Ένας φύλακας Αλβανός, Αμπεντίν, μοίρασε λουκούμια...

- Και είχαν ναρκωτικό μέσα τα λουκούμια...

- Ήταν δυο κουτιά, ένα με ναρκωτικό και άλλο χωρίς...

- Γιατί; ρώτησε ο Αποστόλης.

- Έτσι, για να προσφέρει και σ' εκείνους που δεν έπρεπε να κοιμηθούν.

- Εσείς του πήγατε τα λουκούμια;

- Όχι, όχι! Ο φαρμακοποιός τα ετοίμασε όλα. Είναι δικός μας άνθρωπος! Τρατάρησε λοιπόν ο Αμπεντίν όλους τους φύλακες, κι έναν ένα, πάρ' τον κάτω, κοιμήθηκαν όλοι. Τότε άνοιξαν μια μια όλες τις πόρτες ο Αμπεντίν κι έβγαλε τον καπετάν Αμβρακιώτη με το πρωτοπαλίκαρο του. Ύστερα έφαγε κι αυτός λουκούμι με ναρκωτικό...

- Γιατί; ρώτησε πάλι ο Αποστόλης.

- Για να κάνει τάχα πως τον κοίμησε κι αυτόν ο Αμβρακιώτης. Κι έπεσε και κοιμήθηκε. Έφαγε ξύλο διαβολεμένο σήμερα, σαν ανακάλυψαν πως είχαν φύγει δυο. Μα δε μαρτύρησε, ο φουκαράς.

- Από πατριωτισμό; ρώτησε συγκινημένος ο Αποστόλης.

- Πατριωτισμό; Μα αυτός είναι Τούρκος! αναφώνησε ο Κώστας.

- Από αγορασμένο πατριωτισμό, είπε ο Χαρίλαος, τρίβοντας το δείχτη του με τον αντίχειρα.

- Και πού πήγαν οι φυλακισμένοι; ρώτησε ο Αποστόλης.

- Ίσια εδώ, αποκρίθηκε ο Κώστας. Ήλθαν μιάμιση δυο το πρωί. Σκοτάδι έξω, δεν τους είδε κανένας.

- Εμείς όλοι τους περιμέναμε... άρχισε ο Αλέκος.

Μα ο Κώστας του έκοψε πάλι το λόγο.

- Αμέσως τους πήγαμε... σ' ένα άλλο σπίτι. Και καλά κάναμε! Μας υποψιάστηκε η αστυνομία και ήλθε σήμερα κι έκανε έρευνα.

- Τι θα πει «έκανε έρευνα»;

- Να, σκάλισαν όλο το σπίτι, μην τους κρύβομε μεις. Ναι! Τώρα πια! Είχαν πετάξει τα πουλιά!

Νόμιζε ο Αποστόλης πως ξέρει πολλά μυστικά του Αγώνος. Μα τι ήξερε αυτός εμπρός σ' όλα αυτά που ήξεραν τα παιδιά του γιατρού!... Κι εκείνο το βράδυ, σα γύρισε στο Προξενείο και τον φιλοξένησαν στο υπόγειο, άργησε πολύ να κοιμηθεί. Τόσο ήθελε και αυτός να κάνει κάτι μεγάλο, πατριωτικό, σημαντικό... Ήλπιζε ο Αποστόλης πως θα του 'δινε αμέσως ο Γενικός Πρόξενος την απάντηση για τον καπετάν Νικηφόρο. Μα το πρωί, σαν τον ανέβασε ο Αλής στο Προξενείο, τον παρέλαβε ένας ανώτερος υπάλληλος με ύφος στρατιωτικό, ο κύριος Ζώης, και του είπε:

- Άλλη αποστολή σου προορίζομε εσένα. Είσαι ο Αποστόλης ο οδηγός - όχι; Τον κάμπο, λέει, τον ξέρεις απ' έξω και ανακατωτά - όχι;

- Μάλιστα!

- Εσύ οδήγησες τους καπεταναίους, Κάλα και Νικηφόρο;

- Μάλιστα, εγώ!

- Λοιπόν κατέβα στην Κουλακιά... Θα βρεις κανέναν αραμπά;

- Δεν είναι ανάγκη. Θα πάγω με τα πόδια.

- Όπως θες. Πήγαινε ίσια στο σχολείο και ζήτησε τη δασκάλισσα, την κυρία...

Πήρε ο κύριος Ζώης ένα κατάστιχο. Μα ο Αποστόλης τον πρόλαβε:

- ...Την κυρία Ασπασία, είπε.

Ο κύριος Ζώης σήκωσε το κεφάλι.

- Την ξέρεις; ρώτησε.

- Την ξέρω!

- Καλά. Πες της πως σε στέλνω εγώ, ο Ζώης. Θα μείνεις στο σχολείο, ώσπου να σου έλθει μήνυμα. Θα πας τότε στο Κλειδί, και από κει στις εκβολές του Λουδία ή όπου σου πουν...

- Ξέρω.

- Και θα οδηγήσεις τους άντρες που στέλνει το Κέντρο...

- Ξέρω. Στο Κλειδί, στου μπάρμπα - Θανάση. Και από κει στην Κρυφή του Βάλτου.

- Καλά. Θα φύγεις αμέσως. Μάθε για τον καπετάν Παναγιώτη και τον καπετάν Ρουπακιά, αν κατάφεραν να φύγουν για το Τσάγεζι. Και να μας ειδοποιήσει ο μπάρμπα - Θανάσης. Κατάλαβες;

Για τον Αποστόλη, μαθημένο να πηγαινοέρχεται στο βούρκο του κάμπου, ήταν παιχνίδι να πάρει τον άθλιο αλλά πατημένο δρόμο μεταξύ Θεσσαλονίκης και Κουλακιάς. Ακούραστος, φρέσκος φρέσκος, έφθασε στην Κουλακιά και πήγε ίσια στο σχολείο. Μόνο ελληνικό σχολείο είχε στην Κουλακιά. Όπως σε όλα εκείνα τα νότια χωριά, στις εκβολές του Αξιού, στο Ρουμλούκι, τον κάμπο νότια της Λίμνης, σε όλο το διαμέρισμα Βέρροιας, Νάουσας, Κοζάνης κ.λ., ως τα ελληνικά σύνορα, οι Βούλγαροι δεν μπόρεσαν να πιάσουν πόδι. Σκόρπιες στάνες είχαν εδώ κι εκεί, μύλους, ξυλοκόπους, χωρικούς, που σ' ένα πρόσταγμα του Κέντρου της Σόφιας σηκώνουνταν και σχημάτιζαν σώματα κομιτατζήδικα, έπεφταν στα χωριά, φορολογούσαν, έκαιαν, έσφαζαν, και ξαναγύριζαν στη δουλειά τους, όπου τους έβρισκε ο τουρκικός στρατός σαν ήσυχους χωρικούς. Κοινότητες όμως, από τη Λίμνη και κάτω, δεν μπόρεσαν να σχηματίσουν, ούτε σχολεία ν' ανοίξουν. Στο σχολείο της Κουλακιάς σαν έφθασε ο Αποστόλης, βρήκε τα παιδιά όλα μαζεμένα στην τάξη, και την κυρία Ασπασία στην έδρα της. Τον χαιρέτησε κείνη με το κεφάλι και του είπε σύντομα:

- Κάθισε, περίμενε.

Ήταν κρύα δεκεμβριάτικη μέρα, και ζεστασιά στην τάξη δεν είχε. Τα παιδιά, με κόκκινες μύτες, φυσούσαν στα πρησμένα από το κρύο χέρια τους και κοίταζαν με περιέργεια τον ξένο, που φρόνιμα στάθηκε σε μια γωνιά και περίμενε να τελειώσει το μάθημα. Όσο περίμενε, τον κρυφοκοίταζε η δασκάλισσα, και μόλις τελείωσε το μάθημα και σκόρπισαν τα παιδιά, τον πλησίασε και ρώτησε:

- Ποιον ζητάς, Αποστόλη;

- Εσένα, κυρία Ασπασία. Μ' έστειλε ο κύριος Ζώης του Προξενείου. Εσύ, λέει, θα με οδηγήσεις.

Η κυρία Ασπασία δεν ήξερε όμως τίποτα. Μπερδεμένη, αμφίβολη, τον κοίταζε.

Με λίγα λόγια της είπε ο Αποστόλης γιατί πήγε στη Θεσσαλονίκη, και πως από το Προξενείο τον έστειλαν στην Κουλακιά.

- Δεν ξέρω τίποτα, του είπε η δασκάλισσα. Μη μείνεις όμως εδώ. Πήγαινε στο σπίτι μου καλύτερα, θα σε φιλέψει η μάνα μου, και θα έλθω κι εγώ μόλις σχολάσουν τα παιδιά.

Μα έγειρε ο χειμωνιάτικος ήλιος, νύχτωσε, και η δασκάλισσα δεν είχε πάει σπίτι της. Υπομονετικά την περίμενε ο Αποστόλης, καθισμένος πλάι στο τζάκι, όπου η μητέρα της κυρίας Ασπασίας μια γερόντισσα με φακιόλι, έψηνε λαδερούς ντολμάδες μέσα σ' ένα μαυρισμένο από τη χρήση τέντζερε, και του μετρούσε τις αρετές της κόρης της.

- Αν δεν ήταν η Ασπασία μου, ποιος θα κτούσε να λέγται Πατριαρχικός; Από τοτς που καψν οι Βούλγαροι το Νσι, κανένς, σ' λέω, πδι μου, δε θα λεγότν πια Ρωμιός. Η Ασπασία μου τους βαστάει όλους σ' λέω...

- Την είδες εσύ τη φωτιά, κερα - Βασίλω; ρώτησε ο Αποστόλης.

- Αμ δεν την ειδ, λέει; Βέβαια την ειδ! Όλα τα καψν τα σπίτια, να, ετς, στάχτη τα κανν, κι ήταν όλα Πατριαρχκά! Και φύγαμε τοτς και ηρθμ δω. Η Ασπασία μου σπούδζε στην Αθήνα. Τη στείλν δω, νήπιο πράμα δεκάξ χρονώ κορτσούδ, κι έπιασ το χωριό, και είπε στους άντρες «Μη φοβάστ». Και μούφευγ νύχτα... Μην τα ρτας... γεμάτς οι τσεπς της...

Με το χέρι έκανε νόημα σκοποβολής και ύστερα χτύπησε τα μεριά της κι έκανε το μάτι:

- Κρεμασμέν κατ απ' τις φουστς της...

Σώπασε τρομαγμένη. Κάποιος χτυπούσε την πόρτα.

- Αμέσς! Αμέσς! φώναξε τάχα γελαστά.

Μα φοβισμένα, βιαστικά έκανε το σταυρό της:

- Αμέσς! επανέλαβε.

Και με τρεμάμενα βήματα πήγε και άνοιξε την πόρτα.

- Εσύ σουν, μπρε Τάκη; Με τρόμξες! έκανε με ανακούφιση.

Ήταν ένα αγοράκι οκτώ δέκα χρονών. Έχωσε το κεφάλι του μεταξύ της μισανοιγμένης πόρτας και της γερόντισσας, είδε τον Αποστόλη καθισμένο πλάι στο τζάκι και του έγνεψε.

- Έλα αμέσως, του είπε μισοψιθυριστά. Σε θέλει η κυρία Ασπασία.

Ο Αποστόλης πετάχθηκε πάνω και, περνώντας την κερα - Βασίλω που έτρεμε ακόμα, βγήκε στο δρόμο.

- Πού είναι; ρώτησε χαμηλόφωνα.

- Στο σχολειό. Καθάριζα την τάξη και ήρθε και μου είπε να τρέξω να σε φέρω. Κι έτρεξα, αποκρίθηκε το παιδί.

Μαζί μπήκαν στην αυλή του σχολείου. Στην πόρτα παρουσιάστηκε η κυρία Ασπασία και κράτησε μισόκλειστο το πορτόφυλλο.

- Ευχαριστώ, Τάκη, δε σε θέλω πια, τρέχα σπίτι, είπε στο αγοράκι.

Κι έμπασε τον Αποστόλη μόνο, κι έκλεισε την πόρτα. Η κάμαρα φωτίζουνταν από ένα κερί που έκαιε στο μοναδικό τραπέζι, εμπρός σε μια ψάθινη καρέκλα που ήταν η έδρα της δασκάλισσας. Στο κούφωμα του παραθύρου κάθουνταν ένας παπάς με πυκνή μαύρη γενειάδα. Το καλυμμαύκι του κατέβαινε ως τα φρύδια του, μαύρα και δασιά, που σκίαζαν τα μάτια του, μεγάλα, γεμάτα φωτιές και φοβέρες. Κάθουνταν ακίνητος στο βαθούλωμα του παραθύρου, μα το βλέμμα του από την πόρτα γύριζε στο παράθυρο και από το παράθυρο στην πόρτα.

- Είναι ο Αποστόλης ο οδηγός, είπε η κυρία Ασπασία σιμώνοντας.

Με το δάχτυλο έδειξε ο παπάς το παράθυρο.

- Και ο μικρούλης ποιος ήταν; ρώτησε.

- Ο Τάκης; Μην τα ρωτάτε! Είναι ορφανό. Δεν έχει κανένα στον κόσμο. Τον πήρα στο σπίτι μου και τρώγει ό,τι τρώμε μεις, η μάνα μου κι εγώ, αποκρίθηκε η κυρία Ασπασία.

- Είναι Κουλακιώτης;

- Τον κάναμε Κουλακιώτη. Από πού είναι, καλά - καλά δεν ξέρω. Ήταν με βουλγάρους αρκουδαραίους, ξυλοκόπους, καρβουνιάρηδες, κι εγώ δεν ξέρω τι. Σαν πέρασε πέρσι τον Απρίλιο ο καπετάν Μπούας με τον καπετάν Ακρίτα τον Αλιάκμονα, στο πέρασμα της Κόκοβας, εκεί κοντά στο μοναστήρι του Προδρόμου, βρέθηκε ο μικρός με τους Βουλγάρους που πιάσανε οι καπεταναίοι. Έγινε ένα δυστύχημα, βούλιαξε το καράβι, μια σχεδία δηλαδή, στο πέρασμα της Κόκοβας...

- Ξέρω, διέκοψε ο παπάς σουφρώνοντας τα φρύδια του.

- Και πνίγηκε ολόκληρη η βαρκαδιά. Ήταν όλοι Βούλγαροι. Γλίτωσε μόνο ο μικρός, που δεν ήταν στο καράβι απάνω, και τον πήγαν τότε στη Μονή του Προδρόμου, κάπου νότια, εκεί κοντά...

- Ώστε είναι Βουλγαράκι;

- Όχι, είναι δικός μας. Τον κλέψανε, φαίνεται, οι Βούλγαροι, σε κάποια σφαγή...

- Ποια σφαγή; αναφώνησε ο παπάς. Και σηκώθηκε ξαφνικά ταραγμένος.

Ήταν πολύ ψηλός, λιγνός, ξερακιανός. Τα γένεια του φαίνουνταν πολύ βαριά για το λιγνό του πρόσωπο, όπου γυάλιζαν όλο φωτιές τα μάτια του.

- Μη με πολυρωτάτε, αποκρίθηκε η δασκάλισσα. Μου το 'φεραν μια μέρα, το λυπήθηκα και το πήρα σπίτι μου. Μα το γνωρίζετε; Γιατί ρωτάτε;

- Γιατί γυρεύω το χαμένο παιδί του... κάποιου φίλου μου, αποκρίθηκε ο παπάς - μια στιγμή κοντοστάθηκε.

Και παραμερίζοντας τον αέρα με μια γοργή κίνηση του χεριού του, εξακολούθησε:

- Μα θα τα ξαναπούμε. Τη δουλειά μας πρώτα. Αποστόλη, ξέρεις, να με πας νύχτα στην Κάλιανη;

- Στο χωριό;

- Στην εκκλησία.

- Ξέρω. Είναι πάνω από το δρόμο, λίγο απόμερα, αποκρίθηκε ο Αποστόλης.

- Πώς θα περάσουμε το Λουδία;

- Με μονόξυλο.

- Θα βρούμε κει;

- Βρίσκομε, είπε ο Αποστόλης.

Κοίταζε τον παπά και δίσταζε. Ποιος ήταν και τι γύρευε; Και ποιος τον πρόσταζε να πάγει μαζί του; Η κυρία Ασπασία είδε και κατάλαβε τη δυσπιστία του. Χαμηλόφωνα του είπε:

- Διαταγή του Κέντρου. Θα πας.

Σήκωσε πάλι τα μάτια ο Αποστόλης και αντάμωσε τα μεγάλα μαύρα μάτια του παπά. Χαμογέλασε ο ιερωμένος και τα γένεια του κούνησαν παράξενα μονοκόμματα. Σιγά είπε:

- Το μήνυμα του κυρίου Ζώη, του Προξενείου. Κλειδί... Κρυφή... Κατάλαβες;

- Κατάλαβα, είπε ο Αποστόλης.

Σύντομα και βιαστικά αποχαιρέτησε την κυρία Ασπασία κι έφυγαν. Ήταν νύχτα σκοτεινή. Ο κακοπατημένος, για πεζούς μόνο και μουλάρια, δρόμος, λασπωμένος, όλο λάκκους, γλιστρούσε κάτω από τα πόδια, που συχνά βουτούσαν στο βούρκο ως τον αστράγαλο.

Πήγαιναν σιωπηλοί, παπάς και Αποστόλης, ο πρώτος βαστώντας ψηλά το ράσο του, ο δεύτερος λαφρύς κι ευλύγιστος, με την ακούμπωτη κάπα του ριχμένη στους ώμους. Ήταν σκοτεινή νύχτα. Μα τα γατίσια μάτια του Αποστόλη έβλεπαν τη νύχτα όσο και την ημέρα. Με περιέργεια παρατήρησε τις αρβύλες του παπά, χοντρές, γερές, από την πόλη αγορασμένες, που δεν ταίριαζαν με τα τουζλούκια και το μακεδονίτικο μπενιβρέκι που φαίνουνταν κάτω από το ανασηκωμένο του ράσο. Ήταν μεγαλόσωμος και ξερακιανός. Πρέπει να ήταν χεροδύναμος πολύ. Περνούσε μες στις λάσπες με μεγάλα αποφασιστικά βήματα, που δε θα ήταν εύκολο να τα διακόψεις αν δεν ήθελε ο ίδιος.

Ποιος ήταν και από πού; Ούτε τ' όνομα του δεν ήξερε. Αν ήθελε να του αποτείνει το λόγο, πώς θα τον έλεγε; «Δάσκαλε»; «Πάτερ»; Το ανήσυχο μυαλό του Αποστόλη δεν ικανοποιούνταν με αόριστους υπολογισμούς και μαντείες. Ήθελε να ξέρει. Τα μάτια του, τ' αυτιά του, τα ρουθούνια του, ήταν ανοιχτά, γρηγορούσαν, έτοιμα ν' αρπάξουν κάθε σημείο που θα τον έβαζε στα ίχνη του μυστηριώδικου παπά. Δουλειά του το είχε κάνει από μικρός να μαντεύει τα πιο κρυφά, να καταλαβαίνει τα πιο ακατάληπτα, να λύνει σκοτεινά προβλήματα. Και τούτος ο παπάς του ήταν πρόβλημα. Σα φθάσουν στο Λουδία και τον ρωτήσουν πού θέλει να περάσει, ίσως ακούσει τίποτα... Μα φθάσανε στον ποταμό περασμένα μεσάνυχτα, και ψυχή δε βρίσκουνταν εκεί. Άρχισε να χιονίζει ψιλά. Στάθηκε μια στιγμή ο Αποστόλης, τάχα σε αμηχανία, προκαλώντας κάποια κουβέντα και κάποιες ερωταποκρίσεις. Στάθηκε και ο παπάς και περίμενε. Έκανε ο Αποστόλης πως ψάχνει στ' απάνω και στα κάτω του ποταμού. Και πάλι γύρισε κοντά στον παπά, ξύνοντας το κεφάλι του.

- Δεν έχει βάρκα, μουρμούρισε. Ούτε στιγμή δε δίστασε ο παπάς.

- Ξέρεις κολύμπι; ρώτησε.

Ο Αποστόλης ήξερε. Μα δεν ήθελε να τ' ομολογήσει και να διευκολύνει τη δουλειά του παπά.

- Τα νερά είναι βαθιά χειμώνα καιρό... Και κάνει κρύο, χιονίζει... είπε τάχα φοβισμένα.

- Ξέρεις κολύμπι; επανέλαβε με τόνο που δε σήκωνε αντίρρηση ο παπάς. Σα φθάσομε αντίκρυ, σε ζεσταίνω εγώ, πρόσθεσε, σηκώνοντας δυο μεγάλα δυνατά χέρια, έτοιμα να δείρουν.

Ο Αποστόλης υποχώρησε.

- Αν δεν είσαι κουρασμένος, δάσκαλε, πρότεινε, πάμε λίγο παρακάτω... εκεί που χωρίζει το Καρά - Αζμάκ από τον παραπόταμο. Εκεί έχει βάρκα και είναι πιο ρηχά τα νερά.

- Πάμε στον παραπόταμο, αποκρίθηκε ο παπάς πιο γλυκά.

Και ξαναπήραν το δρόμο τους, ακολουθώντας την ακροποταμιά, κατά τις εκβολές του Λουδία. Δεν είχε αστεία με το διαβολόπαπα αυτόν! Θα πήγαινε ως τη θάλασσα ο οδηγός, θα πήγαινε ως την κόλαση αν το ήθελε. Δεν έπαιρνε από συζήτηση ο γέροντας... Και με την άκρη του ματιού του τον έβλεπε ο Αποστόλης που προχωρούσε στο βούρκο, με τ' αποφασιστικά μεγάλα του βήματα, που εμπόδια δε δέχουνταν. Έφθασαν στο μέρος όπου ενώνουνταν οι δυο βραχίονες, και λίγο παράμερα στέκουνταν μια ξύλινη φτωχοκαλύβα, σκεπασμένη με ραγάζι. Χτύπησε την πόρτα ο Αποστόλης μια δυο φορές, και από μέσα του αποκρίθηκε μια νυσταγμένη φωνή:

- Κιμ ντιρ;

- Άνοιξε, Τράικο! Εγώ είμαι, ο Αποστόλης... αποκρίθηκε ο οδηγός.

Η πόρτα άνοιξε κι ένας ψαράς με φέσι παρουσιάστηκε, μισοκοιμισμένος ακόμα.

- Έλα μέσα, του είπε φιλόξενα· κάνει κρύο...

- Εσύ έλα έξω, του αποκρίθηκε ο Αποστόλης. Θέλει να περάσει αντίκρυ ο πάτερ... ο πάτερ...;

Γύρισε στο σύντροφο του, περιμένοντας να πει τ' όνομα του. Μα ο παπάς δεν ταράχθηκε.

- Έχεις βάρκα; ρώτησε τον ψαρά με το προστακτικό του ύφος, πιότερο στρατιωτικού ύφος παρά κληρικού, και που δε σήκωνε αντιλογία.

Ο ψαράς είδε το μακρύ μαύρο ράσο και ταράχθηκε

- Έχω, έκανε, και υποκλίθηκε, σταυρώνοντας τα χέρια του στο στήθος.

- Λοιπόν πέρασε μας αντίκρυ, πρόσταξε ο παπάς. Και δε θα μας βγάλεις εδώ. Θα μας πας παραπάνω, εκεί που περνά ο δρόμος.

Πάλι υποκλίθηκε ο ψαράς, και, μαζεύοντας μια παλιά λιωμένη κάπα από το αχυρένιο στρώμα του, κατέβηκε με τον παπά και τον Αποστόλη στο ποτάμι. Το χιόνι είχε παύσει, μα το κρύο έτσουζε. Στο χώμα τραβηγμένη, κοίτουνταν μια φαρδιά βάρκα με πλατιά καρένα. Έκανε να τη σπρώξει ο ψαράς, μα είχε κολλήσει στη λάσπη.

- Τράβα εσύ να σπρώξω εγώ, είπε του Αποστόλη.

Μα με μια κίνηση του χεριού τον παραμέρισε ο παπάς, και, πιάνοντας τη βάρκα από το κάθισμα, τη σήκωσε και την έσπρωξε στο νερό. Τρομαγμένος, κοίταζε ο ψαράς. Και ο Αποστόλης μια στιγμή έμεινε μαγεμένος. Μα σηκώνοντας το ράσο του μπήκε ο παπάς στη βάρκα και τους έγνεψε να τον ακολουθήσουν.

- Εμπρός, τους είπε, δεν έχομε καιρό για χάσιμο.

Υποταγμένος, κατέβηκε ο ψαράς στα πιο ρηχά νερά, πέρασε στην απέναντι μεριά, και ακολουθώντας την όχθη, ανέβηκε πάλι το ποτάμι, και ύστερα στα βαθιά νερά, κατά το δρόμο. Η κίνηση της βάρκας λίγο λίγο νάρκωνε τον Αποστόλη, που άρχιζε να αισθάνεται την κούραση ολόκληρης της μέρας, και αποκοιμήθηκε εκεί που κάθουνταν. Μα το βαρύ χέρι του παπά τον έσπρωξε από τον ώμο.

- Σβέλτα, του είπε. Ο βαρκάρης δε βρίσκει το δρόμο. Πού είναι;

- Δε βλέπω, είναι σκοτάδι, απολογήθηκε ο ψαράς.

Μα ο Αποστόλης έβλεπε. Είχαν περάσει πέρα από τη σκοτεινή γραμμή του δρόμου, που ξεχώριζε αμυδρά στο μουσκεμένο κάμπο, και γύρισαν πίσω. 'Ετσουζε το κρύο και ο ψαράς ολοένα τυλίγουνταν στην τρυπημένη του κάπα. Σίμωσαν την όχθη, και ο παπάς βγήκε πατώντας στο νερό. Γύρισε κι έβαλε στο χέρι του ψαρά κάτι που κράτησε.

- Ν' αγοράσεις καινούρια κάπα, είπε.

Σαστισμένος είδε ο Αποστόλης στο σκοτάδι δυο χρυσά νομίσματα.

- Άναψε ένα σπίρτο, Τράικο, και βλέπε, του ψιθύρισε. Άναψε ο ψαράς και είδε. Και άπλωσε τα δυο του χέρια, το πρόσωπο σηκωμένο σε δέηση.

- Ο Θεός... ο Θεός... μουρμούρισε. Μα ο παπάς ήταν κιόλα μακριά. Έτρεξε και τον πρόφθασε ο Αποστόλης.

- Δάσκαλε, σ' ευχαριστεί ο Τράικος... άρχισε ο Αποστόλης. Μα ο παπάς εξακολούθησε το δρόμο του σα να μην άκουσε, και ο Αποστόλης δεν τόλμησε να πει άλλο τίποτα.

Συλλογίζουνταν όμως και διερωτούνταν πώς αυτός, παπάς, βρήκε στις τσέπες του δυο λίρες; Οι παπάδες στη Μακεδονία δεν είχαν λίρες να δίνουν, ούτε καν μετζίτια, και ήταν ζήτημα αν είχαν κάποτε και γρόσια.

Και πήγαινε ο Αποστόλης στο λασπωμένο δρόμο πλάγι στον παπά, και στο νου του γυρνούσε και δούλευε το πρόβλημα. Ήταν οι πρώτες πρωινές ώρες, σαν είδαν ν' ασπρίζουν στο σκοτάδι ένα δύο χαμόσπιτα. Ο παπάς στάθηκε.

- Πού είναι η εκκλησία; ρώτησε.

Ο Αποστόλης άπλωσε το χέρι.

- Εκεί, είπε, δείχνοντας αόριστα. Μα πρέπει να μπούμε στο χωριό, να πάμε στου παπα - Ηλία, να πάρομε τα κλειδιά... Τον διέκοψε ο παπάς.

- Πήγαινε με στην εκκλησία, πρόσταξε.

Δε σήκωνε συζήτηση η προσταγή. Γύρισε ο Αποστόλης δεξιά, έξω από το χωριό, και σε λίγο έφθασαν σ' ένα ύψωμα όπου μισοφέγγιζε το εκκλησιδάκι. Μπρος στην πόρτα στάθηκε ο παπάς, έβγαλε ένα κλειδί και άνοιξε.

- Έμπα μέσα, πρόσταξε τον Αποστόλη. Ήταν σκοτεινά. Ούτε καντήλα έκαιε, ούτε κεράκι. Και το κρύο έπιανε στο κόκκαλο.

Ο παπάς μπήκε μέσα κι έκλεισε την πόρτα.

- Είναι μακριά το Κλειδί; ρώτησε.

- Όχι. Μα είναι άσχημος ο δρόμος, αποκρίθηκε ο οδηγός.

- Λοιπόν πέσε να κοιμηθείς. Δεν έχω στρώμα να σου δώσω, μα ένας πολεμιστής πρέπει να ξέρει να κοιμάται και στις πλάκες, είπε ο παπάς.

Και γέλασε. Και το γέλιο του, βαθύ, γλυκό, αντήχησε ζεστό στην έρημη εκκλησία. Στα σκοτεινά τυλίχθηκε ο Αποστόλης στην κάπα του και μαζεύθηκε στον τοίχο πλάγι. Άκουσε και τον παπά που πήγαινε στην πόρτα μπροστά, και πλάγιαζε και αυτός. Ο Αποστόλης δεν ήθελε να κοιμηθεί. Η σκέψη του άγνωστου παπά τον απασχολούσε. Μα είχε περπατήσει όλη μέρα, ήταν τσακισμένος. Τα βαριά του μάτια έκλεισαν μονάχα τους και τον πήρε ο ύπνος. Ξύπνησε ξαφνισμένος. Μια αχτίδα ηλιακή είχε μπει από το παράθυρο κι έπεφτε στο πρόσωπο του. Ανασηκώθηκε, κοίταξε γύρω του την ξένη εκκλησία και θυμήθηκε. Γύρεψε τον παπά. Μα ο παπάς είχε φύγει. Η πόρτα ήταν κλειστή και ήταν μόνος. Πετάχθηκε πάνω. Τι ώρα ήταν; Και πού ήταν ο παπάς; Έτρεξε στην πόρτα. Δεν ήταν κλειδωμένη. Μα το κλειδί έλειπε. Καρφωμένο στην κάπα του βρήκε ένα χαρτάκι σχισμένο από σημειωματάριο. Λίγα λόγια ήταν γραμμένα με μολύβι:

«Πήγαινε στο Κλειδί, σε περιμένουν. Εκεί θα λάβεις οδηγίες».

Καμιά υπογραφή. Περίεργος γύρισε ο Αποστόλης όλη την εκκλησία. Κάτω από το γωνιακό στασίδι βρήκε ένα καλοδιπλωμένο μαύρο δέμα. Το άνοιξε. Ήταν ένα ράσο, και μέσα τυλιγμένο ένα καλυμμαύκι και μια μακριά μαύρη γενειάδα. Τα ξαναδίπλωσε αργά, τα έβαλε όπου τα βρήκε και βγήκε έξω.