Μετάβαση στο περιεχόμενο

Στα μυστικά του βάλτου/Κεφάλαιο ΙΑ

Από Βικιθήκη
Στα μυστικά του βάλτου
Συγγραφέας:
ΙΑ'. Θεσσαλονίκη


Ήταν αργά πια όταν πλάγιασαν όλοι στα καλάμια να κοιμηθούν. Ο Άγρας όμως δεν ησύχαζε. Ο νους του ήταν στην Κούγκα. Στο φως της πετρελένιας λάμπας, έκοψε ένα φύλλο από το σημειωματάριο του κι έγραψε: «Αγαπητέ Μανιάτη, μόλις λάβεις τούτο, φύγε κι έλα τάχιστα. Άγρας.» Πρωί πρωί φώναξε τον Βαγγέλη το Μακεδόνα, ένα έμπιστο παιδί από τη Νιάουσα, γίγα στο μπόι, ατρόμητο στην ψυχή.

- Παλικάρι είσαι, του είπε. Χεροδύναμος επίσης, μου το 'δειξες στη μάχη. Δείξε μου τώρα αν ξέρεις να πετάξεις και σαν πουλί.

Ήσυχα πήρε το χαρτί ο Βαγγέλης και το έκρυψε στον κόρφο του.

- Πού θες να πάγει, Καπετάνιο; ρώτησε.

- Στη Νιάουσα, στα χέρια του καπετάν Παναγιώτη.

Ο Μακεδόνας δεν περίμενε άλλο. Μπήκε σε μια πλάβα μ' ένα πλαβαδόρο κι έφυγε. Όλη τη μέρα ο Άγρας έμεινε ξαπλωμένος. Του είχαν κόψει από το Βάλτο ραγάζι και ψαθί, και τα είχαν στρώσει πάνω στα καλάμια του πατώματος, για να μην τα νιώθει τόσο σκληρά. Μα όλη μέρα τον έκαιε ο πυρετός, και οι πληγές του, κακοφορμισμένες, πονούσαν. Τη νύχτα, αργά, περασμένα μεσάνυχτα, ξύπνιος ακόμα, άκουσε ομιλίες. Ανασηκώθηκε και είδε τον καπετάν Νικηφόρο και τον καπετάν Τυλιγάδη, που συνομιλούσαν με κάποιον στην πόρτα της καλύβας.

- Ποιος είναι, Γιάννη; φώναξε.

Ο Νικηφόρος γύρισε, παραμέρισε, κι ένας ξερακιανός μικρόσωμος ηλιοκαμένος, χωρικά ντυμένος άντρας, μπήκε μέσα και ήλθε κι έσκυψε πάνω στον πληγωμένο.

- Παναγιώτη! Το 'ξερα πως θα 'ρθεις αμέσως! φώναξε συγκινημένος ο Άγρας.

Και πρόσθεσε:

- Κινδυνεύει όλη η δουλειά σου!

- Δεν κινδυνεύει τίποτα, έννοια σου, αποκρίθηκε ήρεμα ο καπετάν Παναγιώτης, χαϊδεύοντας το χέρι του Άγρα που έσφιγγε το δικό του. Θα τους βάλομε σε τάξη από αύριο. Μα δε σου μήνυσα να μη χτυπήσεις τις βουλγάρικες καλύβες, αν δε ζητήσεις πρώτα ενισχύσεις απ' όλα τ' ανατολικά διαμερίσματα;

- Το κρύο με ανάγκασε, αποκρίθηκε ο Άγρας. Υποφέραμε πολύ στην Κούγκα. Αλλά και δεν ήθελα ν' αφήσω να μας χτυπήσουν οι γουρουνομύτες την ώρα που ήθελαν αυτοί...

- Και οι άλλοι καπεταναίοι; ρώτησε ο καπετάν Παναγιώτης.

- Ήλθε ο καπετάν Νικηφόρος, είπε ο Άγρας με το αγορίστικο χαρούμενο χαμόγελο του, και μπορέσαμε να μεταφερθούμε εδώ, οι λαβωμένοι...

Και σοβαρεμένος πάλι πρόσθεσε:

- Κάνε τώρα εσύ ό,τι θέλεις, καπετάν Παναγιώτη, εκεί κάτω στο Ζερβοχώρι.

Κι έφυγε ο καπετάν Παναγιώτης την άλλη μέρα μ' ένα Νιαουσιώτη ψαρά οδηγό, που ήξερε τις βουλγάρικες καλύβες. Και με την καρδιά στο στόμα περίμενε ο Άγρας, καρφωμένος στις Κάτω Καλύβες, ενόσω ο καπετάν Νικηφόρος ανίχνευε μες στο δαίδαλο των μονοπατιών της Λίμνης. Μα τίποτα δεν ακούστηκε όλη μέρα και όλη νύχτα. Κι έξαφνα, το πρωί, στις έξι, ένα τουφέκι έπεσε, και ομοβροντίες ακολούθησαν, που μαρτυρούσαν μάχη. Και πάλι σιωπή και πάλι ομοβροντίες, από την ξηρά και από το βόρειο μέρος της Λίμνης. Ο Άγρας έτριζε τα δόντια του.

- Και να 'μαι καρφωμένος εδώ! μούγκριζε με λύσσα.

Μα οι πυροβολισμοί έπαυσαν. Και πέρασαν ώρες. Αργά το βράδι ακούστηκε φασαρία. Κατάφθανε ο καπετάν Παναγιώτης με τους άντρες του, κατάκοπος, μούσκεμα, με καμένα όλα του τα φυσίγγια και τα φυσίγγια των αντρών του.

- Δεν παίρνονται έτσι οι καλύβες τους, είπε κατσουφιασμένος του Άγρα. Είναι καλά οχυρωμένες. Κι έχουν όπλα καλύτερα από μας. Κι έχουν σύμπλεγμα αυτοί από καλύβες, που υποστηρίζουν η μια την άλλη. Το ίδιο πρέπει να κάνομε κι εμείς.

- Μα πώς είσαι έτσι βρεμένος, μπρε Μανιάτη; ρώτησε ο Άγρας.

- Αμ έπεσα στο νερό!

- Πώς έπεσες, καλέ;

- Είχαμε αρχίσει την επίθεση. Τουφεκούσαμε, τουφεκούσαν κι αυτοί. Εκεί βλέπω ένα Βούλγαρο σε μια πλάβα, που κάνει να φύγει γοργά. Ήμουν όρθιος. Κάνω έτσι το τουφέκι, τραβώ, γυρνά το μονόξυλο, πάρε μας και τους τρεις στο νερό. Βούλιαξε και η πλάβα. Μην τα ρωτάς. Τη βγάλαμε έξω. Μα τουφεκούσαμε και τουφεκούσαν. Μας πήραν μυρωδιά οι Τούρκοι από τη δυτική ακρολιμνιά, και μας παίρνουν κι εκείνοι με το τουφέκι. Είχαν τελειώσει τα φυσίγγια μας. Φύγανε οι άντρες μου από το μονοπάτι, υποχωρούσανε. Μείναμε μεις οι τρεις με το μονόξυλο. Ήταν εκεί μια πλατεία, μες στο Βάλτο, μα πού να περάσομε που θα μας έβλεπαν οι Τούρκοι! Σηκώσαμε την πλάβα στα χέρια μας και την περάσαμε πίσω από τα ψαθιά, τσακίζοντας τα καλάμια. Άκουαν τον κρότο οι Τούρκοι και όλο τουφεκούσαν. Τυχερό μας ήταν να μη μας πάρει καμιά σφαίρα. Εμείς, σου το είπα, τις είχαμε κάψει όλες. Δε φθάσαμε ούτε ως τις καλύβες τους. Μας σταμάτησαν έξω απ' το Ζερβοχώρι, στη σκάλα κοντά.

- Την Κούγκα! Την Κούγκα να βαστάξετε! είπε ο Άγρας.

Και αγριεμένος από τον πυρετό και τη διήγηση, έλεγε και ξανάλεγε:

- Την Κούγκα μη χάσομε! Αλλιώς, θα μας φαν αυτοί!

Την άλλη μέρα, ο καπετάν Παναγιώτης, που καταλάβαινε τη σημασία της καλύβας αυτής, μόλις επέστρεψε ο Νικηφόρος από τις περιπολίες του, έφυγε αμέσως, πήρε από τα ελληνικά χωριά άντρες στρατολογημένους, που είχαν μάθει από τουφέκι, και πήγε στην Κούγκα. Όλη μέρα με πυρετό δυνατό, παραμιλούσε ο Άγρας και όλο την Κούγκα μελετούσε.

- Αν δε φύγει, θα πεθάνει, έλεγε ο καπετάν Τυλιγάδης. Θα τον φάγει η θέρμη.

Ανησύχησε και ο καπετάν Νικηφόρος κι έγραψε στο Κέντρο Θεσσαλονίκης.

- Αν δε φύγεις από δω, αν δεν πας να δεις γιατρό, νίβω τα χέρια μου και σ' αφήνω, έλεγε του Άγρα.

Μα αυτός γελούσε και δεν απαντούσε.

Τέλος έφθασε η διαταγή από το Κέντρο Θεσσαλονίκης, να φύγει ευθύς ο καπετάν Άγρας, να πάγει στο Γενικό Προξενείο, και θέλοντας και μη αναγκάστηκε να υπακούσει. Τότε κάλεσε τον Αποστόλη που, λαφριά πληγωμένος στο κεφάλι, νοσηλεύουνταν και αυτός στου Βαγγέλη την καλύβα.

- Ξέρεις πού είναι το κτήμα του Χαλίλμπεη; τον ρώτησε.

- Η Καβάσιλα; Ξέρω, αποκρίθηκε ο Αποστόλης. Είναι κοντά στο Σταυρό, πέρα λίγο από την Τερχοβίστα.

- Σωστά. Μπορείς να πας να τον βρεις;

- Πάγω, κύριε Αρχηγέ.

- Θα σου δώσω ένα γράμμα. Προφθαίνεις να πας σήμερα;

- Αμέσως! αποκρίθηκε ο Αποστόλης.

Έβγαλε από το κεφάλι του τον επίδεσμο, του κόλλησε ο γιατρός ένα τσιρότο, έβαλε το καλπάκι του, να κρύψει τη μισογιατρεμένη του πληγή, κι έφυγε με μια πλάβα που τον έβγαλε στη σκάλα της Τερχοβίστας. Ήταν ακόμα μέρα σαν έφθασε στην Καβάσιλα. Ακολουθώντας τις οδηγίες του καπετάν Άγρα, είπε στα υπηρετικά που του άνοιξαν πως τον έστειλε ο Ραζμήμπεης από τη Βέρροια, κάτι να πει στον Χαλίλμπεη. Χωρίς δυσκολία τον έμπασαν στο γραφείο του μπέη. Ήταν μόνος.

Σιωπηλά έβγαλε ο Αποστόλης το γράμμα του καπετάν Άγρα και του το έδωσε. Ο Χαλίλμπεης δεν ήξερε να διαβάσει ελληνικά, ο Άγρας δεν ήξερε να γράψει τούρκικα. Έκανε ο Χαλίλ να χτυπήσει τα παλαμάκια του, μα μια κίνηση του Αποστόλη τον σταμάτησε.

- Καλύτερα μη φωνάζεις άλλον, Μπέη μου, του είπε. Το γράμμα είναι του καπετάν Άγρα και ζητά τη βοήθεια σου.

- Αυτό μου γράφει; Πώς το ξέρεις; ρώτησε ο Χαλίλ.

- Έρχομαι από το Βάλτο. Είναι άρρωστος ο Αρχηγός...

- Διάβασε μου το γράμμα! πρόσταξε ο Μπέης.

Και ο Αποστόλης το διάβασε και μετέφρασε όσα δεν καταλάβαινε ο Χαλίλ. «Φίλε μου», έγραφε ο Άγρας, «μου πρόσφερες τις προάλλες τη βοήθεια σου. Είμαι πληγωμένος και άρρωστος. Έχω ανάγκη να πάω στη Θεσσαλονίκη να δω γιατρό. Σου ζητώ τώρα να βρεις εσύ τρόπο να μεταφερθώ εκεί χωρίς να με συλλάβουν οι ζαπτιέδες...».

- Μα τον Προφήτη! αναφώνησε ο Χαλίλμπεης. Αυτός ήταν που έκανε τέτοιο ταβατούρι τις προάλλες στο Βάλτο; Το τουφέκι δε σταματούσε, είπαμε πως καιγότανε η Λίμνη ολόκληρη! Και πες μου, είναι βαριά πληγωμένος;

- Ε, είναι, αποκρίθηκε ο Αποστόλης, στο χέρι και στον ώμο... Κι έχει πολλή θέρμη...

- Μα τον Προφήτη, έπρεπε να το μαντέψω, σαν άκουσα τις μπαταρίες... μουρμούρισε το μπέης.

Πήγε και ήλθε μια δυο φορές στην κάμαρα, και πάλι κάθισε στο τραπέζι του.

- Άκου δω, μικρέ, είπε του Αποστόλη. Θα σου δώσω χωριάτικα τούρκικα ρούχα. Να πεις στον αφέντη σου αυτά να φορέσει, και να βγει στη σκάλα της Τερχοβίστας. Εκεί θα τον περιμένει ένας δικός μου, και να μη νοιαστεί πια τίποτα. Αύριο το πρωί στις δέκα να είναι στη σκάλα.

Την άλλη μέρα στις δέκα, ντυμένος τα χωριάτικα ρούχα του Χαλίλμπεη, το πληγωμένο του χέρι κρεμασμένο, το πρόσωπο αναμμένο από πυρετό, με μια κάπα ριχμένη στο δεξί του ώμο, για να σκεπάσει τον επίδεσμο, ξεμπαρκάριζε ο Άγρας στις λάσπες της Τερχοβίστας. Τον συνόδευε μόνο ένας πλαβαδόρος και ο Αποστόλης. Είχε αρνηθεί κάθε άλλη συνοδεία. Ποτέ δεν έβαζε κακό με το νου του ο Άγρας. Πίστευε πάντα πως του λεν την αλήθεια, όπως την έλεγε πάντα αυτός. Ανήσυχα τον παρακολουθούσε με το βλέμμα ο πλαβαδόρος, παίζοντας το πλατσί του στο νερό, διστάζοντας αν πρέπει ή δεν πρέπει να τον αφήσει, τον Αρχηγό του, με μόνο τον Αποστόλη, ένα παιδί. Είδε έναν Τούρκο που τον πλησίαζε, τον χαιρετούσε, και μαζί του απομακρύνουνταν. Και, κάνοντας κρυφά το σταυρό του, έφυγε ο πλαβαδόρος με την πλάβα του. Ο Άγρας δεν ήξερε λέξη τούρκικα. Μα με γνεψίματα συνεννοήθηκε κουτσά στραβά με τον Τούρκο, χωρίς τη βοήθεια του Αποστόλη, και πεζή τον ακολούθησε ως τον αμαξωτό δρόμο, ήσυχος, αμέριμνος, βασιζόμενος στο λόγο του Χαλίλμπεη. Και είχε δίκαιο.

Στο δρόμο, μπροστά του, στέκονταν δυο άλογα μ' ένα σταβλίτη. Καβαλίκεψε το ένα ο Άγρας, ο Τούρκος πήρε το άλλο, και πεζή ακολούθησε ο Αποστόλης με το σταβλίτη. Αργά πήγαιναν ο άρρωστος οπλαρχηγός και ο Τούρκος συνοδός του. Σαν έφθασαν στο κτήμα του Χαλίλμπεη, διάπλατα άνοιξαν οι πόρτες, και ο ίδιος ο Χαλίλμπεης βγήκε να υποδεχθεί τον αντάρτη φίλο του, με χείμαρρο από τούρκικες φιλοφρονήσεις, που δεν ξεχώριζε απ' αυτές λέξη ο Άγρας.

- Τι λέγει; ρώτησε λίγο διστακτικά τον Αποστόλη.

- Λέει να καθίσεις, να ξεκουραστείς, και πως σ' ευχαριστεί που εμπιστεύθηκες την τύχη σου σ' αυτόν, κύριε Αρχηγέ. Λέγει πως θα φύγετε μαζί σήμερα και πως να μη σκοτιστείς πια για τίποτα, πως θα σε πάγει ο ίδιος στη Θεσσαλονίκη, στο Ελληνικό Προξενείο.

- Πες του πως τον ευχαριστώ κι εγώ, αποκρίθηκε ο Άγρας, και πως ξέρω ότι Τούρκος, σα δώσει μπέσα, δεν καταπατά το λόγο του.

Καθισμένος σ' ένα βαγόνι τρίτης θέσεως, τρέχοντας κατά τη Θεσσαλονίκη, συλλογίζουνταν ο Αποστόλης και γύρευε να ξεμπερδέψει το μπερδεμένο κουβάρι των σκέψεων του. Στην πρώτη θέση είχε μπει ο καπετάν Άγρας με τον Χαλίλμπεη, ανύποπτος σαν πάντα, άφοβος, όλος εμπιστοσύνη και πίστη στο καλό. Μα αν πρόδιδε ο Χαλίλ; Αν τον σκότωνε εκεί που κάθουνταν πλάι του; «Σα δώσει μπέσα», λέει, ο Τούρκος, δεν καταπατά το λόγο του. Το είχε πει ο Αρχηγός, και ο Αρχηγός θα ήξερε. Μα και η κυρία Ηλέκτρα ήξερε. Και η κυρία Ηλέκτρα έλεγε πάντα: Μη βάζεις πίστη ποτέ σε Τούρκου λόγο!

Η κυρία Ηλέκτρα μισούσε τους Τούρκους όσο και τους Βουλγάρους. Είναι αλήθεια πως οι Τούρκοι της είχαν σκοτώσει τον πατέρα της, στα '97, στην Αικατερίνη. Μα μπέσα δεν είχαν δώσει. Ήταν πόλεμος. Ο πατέρας της κυρίας Ηλέκτρας ήταν αξιωματικός του Ναυτικού. Από ενθουσιασμό είχε καταταχθεί και ξεμπαρκάρει μ' ένα σώμα εθελοντών και με αρχηγό τον πλοίαρχο Μανόλη Αντωνιάδη, στην Αικατερίνη της Μακεδονίας, για να χτυπήσουν τους Τούρκους στη ράχη και να τους βάλουν μεταξύ δύο πυρών. Πολλές φορές του το είχε διηγηθεί η κυρία Ηλέκτρα, και πολλές φορές του είχε πει πως οι ανόητες αθηναϊκές εφημερίδες είχαν προαναγγείλει την επιχείρηση, και όλος ο κόσμος την έμαθε, και οι Τούρκοι, ειδοποιημένοι, περίμεναν ν' αποβιβαστεί το σώμα, και μόλις προχώρησε λίγο, του επετέθηκαν με δυνάμεις πολύ μεγαλύτερες και το κατέστρεψαν, σφάζοντας τους άντρες όλους, ως τον τελευταίο, μαζί και τον αρχηγό της αποστολής, τον πλοίαρχο Αντωνιάδη. Πάντα έτρεμαν τα χείλη της και άστραφταν τα μάτια της, όταν διηγούνταν η κυρία Ηλέκτρα την τραγική αυτή ιστορία, κι έλεγε με πάθος, που έκανε και τη φωνή της να τρέμει:

- Τούρκοι! Τούρκοι! Όσους ξέρω, τόσοι να μείνουν!

Και αυτό, γιατί δεν ήξερε κανένα, δηλαδή δεν είχε σχέσεις με κανένα, απέφευγε ακόμα και ν' αποτείνει το λόγο σε Τούρκο. Άρα λοιπόν ήταν κακοί οι Τούρκοι, αφού τόσο τους μισούσε η κυρία Ηλέκτρα. Και ό,τι έλεγε η κυρία Ηλέκτρα ήταν Ευαγγέλιο για τον Αποστόλη. Μα να τώρα που ο καπετάν Άγρας εμπιστεύουνταν τη ζωή του στον Χαλίλμπεη, έναν Τούρκο! Κι έλεγε κιόλα, πως σα δώσει μπέσα ο Τούρκος, δεν καταπατά το λόγο του... Μήπως λοιπόν έπρεπε κανείς πάντα να τον κρατεί με την μπέσα τον Τούρκο; Οι Τούρκοι που σκότωσαν τον πατέρα της κυρίας Ηλέκτρας, δεν είχαν δώσει βέβαια μπέσα, αφού είχαν πόλεμο και ήταν εχθροί...».

Με πολύ μπερδεμένες σκέψεις και εντυπώσεις κατέβηκε ο Αποστόλης από το τραίνο στο σταθμό της Θεσσαλονίκης, και ακολούθησε τον Αρχηγό του, που με τον Χαλίλμπεη μπήκαν σ' ένα αμάξι και τράβηξαν κατά την πόλη. Καθισμένος πλάι στον αμαξά, κάθε λίγο έβαζε το χέρι στη ζώνη του και πασπάτευε το κρυμμένο πιστόλι του, δώρο του καπετάν Άγρα, έτοιμος να πυροβολήσει να δώσει το αίμα του για να διαφεντέψει τον Αρχηγό του, αν έβλεπε κανένα κίνδυνο, καμιάν επίθεση. Μα τίποτε δε συνέβηκε. Ήταν νύχτα βαθιά όταν σταμάτησε ο αμαξάς μπρος σ' ένα μεγάλο άσπρο χτίριο, το Ελληνικό Προξενείο.

Το Προξενείο έκαμνε γωνιά σε δυο δρόμους. Ένας μεσότοιχος χώριζε τη στενόμακρη αυλή του από το Μητροπολιτικό Μέγαρο, που υψώνουνταν στο βάθος του κήπου με μια μεγαλόπρεπη μαρμαρένια σκάλα. Πίσω από το Προξενείο χτίζουνταν τότε μια εκκλησία, που προορίζουνταν για Μητρόπολη, μα που ήταν ακόμα γιαπί.

Μια πορτίτσα, στο μεσότοιχο του κήπου, διευκόλυνε το κρυφό πήγαινε κι έλα γενικώς των Ελλήνων, και ειδικώς των Μακεδονομάχων, από το Μητροπολιτικό Μέγαρο στο Προξενείο. Εμπρός στη μακρόστενη αυλή του Προξενείου στάθηκε το αμάξι. Κατέβηκε ο Χαλίλμπεης με τον Άγρα και τον Αποστόλη, κι ένας καβάσης Αλβανός, με χρυσομάνικο γιαταγάνι στο πλευρό, τους έμπασε στην αυλή. Χαιρέτησε βαθιά τον Χαλίλμπεη σα γνωστό του, αλλά τον Άγρα, με τα χωριάτικα τούρκικα ρούχα, τον στραβοκοίταξε και δίστασε να τον αφήσει να περάσει. Χρειάστηκε να του πει ο Χαλίλ-μπέης. «Δικός μου άνθρωπος είναι», για να τους ανεβάσει και τους τρεις, από μιαν εξωτερική σκάλα, στο πρώτο πάτωμα όπου ήταν το Προξενείο. Ένας κύριος με πολιτικά βγήκε στην είσοδο από μια φωτισμένη κάμαρα, κοίταξε τον Άγρα με ξαφνισμένα μάτια και χαιρέτησε τον Χαλίλμπεη. Λίγα λόγια αντάλλαξαν, με πολλές υποκλίσεις κι ευγένειες, λόγια όμως που δεν άκουσε ο Αποστόλης, γιατί τον κρατούσε ο καβάσης στην πόρτα. Ο μπέης διαμαρτυρήθηκε πως δε θέλει ν' ανέβει στο πάνω πάτωμα, στου κυρίου Γενικού Προξένου, όπου τον καλούσε ο κύριος με τα πολιτικά, πως δεν έχει καιρό, πως θα ξαναέλθει πάλι αύριο. Και με καινούριες χειραψίες και φιλοφρονήσεις, συνοδεμένος από τον κύριο, βγήκε έξω και μπήκε στο αμάξι του. Τρεχάτος ξανανέβηκε ο κύριος με τα πολιτικά, έκλεισε την πόρτα, και, τρέχοντας στον Άγρα, τον αγκάλιασε και του είπε με κομμένη φωνή:

- Με τούρκικα ρούχα ήλθες! Είχες γνώση! Εσύ που δεν ξέρεις μια λέξη τούρκικη! Αμ αν σου απέτεινε κανείς το λόγο, τι θα ' κάνες;

Ο Άγρας γέλασε σαν πάντα αμέριμνα.

- Μα αν ήταν όλα αυτά να τα συλλογιζόμαστε, αγαπητέ μου Θεόδωρε, αποκρίθηκε, δε θα 'ξιζε και να ζούμε...

- Έλα πάνω να ξεκουραστείς, είπε ο κύριος Θεόδωρος, θα θέλει να σε δει ο κύριος Γενικός.

Και αγκαλιασμένοι ανέβηκαν την εσωτερική σκάλα. Ο καβάσης είχε μείνει κάτω, στην είσοδο του Προξενείου, με τον Αποστόλη. Τον κοίταζε με περιέργεια από πάνω ως κάτω, το χέρι ακουμπισμένο στη λαβή του γιαταγανιού του.

- Είναι Γραικός ο Αφέντης σου; ρώτησε. Γιατί φορεί τούρκικα;

- Και συ τι είσαι; αντιρώτησε υποψιάρικα ο Αποστόλης.

Ο καβάσης γέλασε.

- Για να μ' έχει εδώ ο κύριος Πρόξενος, κάτι καλός θα 'μαι, αποκρίθηκε.

Και πρόσθεσε:

- Οπλαρχηγός είναι ο αφέντης σου;

Μα τον ξένιζε τον Αποστόλη το άγνωστο περιβάλλον όπου πρώτη φορά έμπαινε, τον συγκινούσε η ιδέα πως μπορούσε ο Γενικός Πρόξενος να είναι κάπου κοντά, «ο Δεσπότης», όπως τον ήξεραν όλοι οι πολεμιστές. Και, πάντα επιφυλακτικός με άγνωστους, σώπαινε.

Ο καβάσης του έδωσε μια χαδιάρικη σβερκιά.

- Εσύ, κουτάβι, μου κάνεις εμένα το μυστικό; έκανε καλόβουλα. Δεν ξέρεις πως με στέλνει εμένα ο κύριος Πρόξενος στις πιο μυστικές δουλειές;

- Τι δουλειές; ρώτησε ο Αποστόλης, που λαχταρούσε ν' ακούσει και να μάθει τι γίνουνταν στο Προξενείο.

- Α, βρήκες τη γλώσσα σου; έκανε κοροϊδευτικά ο καβάσης. Βήματα ακούστηκαν στο πάνω πάτωμα και ομιλίες. Ο καβάσης στάθηκε σε προσοχή, κοιτάζοντας κατά τη σκάλα. Μα κανένας δε φάνηκε, και οι ομιλίες απομακρύνθηκαν.

- Ο κύριος Πρόξενος, είπε χαμηλόφωνα ο καβάσης, ξαναπιάνοντας μηχανικά τη λαβή του γιαταγανιού του.

- Τόσο αργά μένει; ρώτησε με λαχτάρα ο Αποστόλης.

- Τόσο αργά; Σαν έχει δουλειά, κοίταξε ποτέ ο Πρόξενος ώρα; είπε περήφανα ο Αλβανός. Μα τώρα είναι σπίτι του. Το Προξενείο είναι δω κάτω και το σπίτι του απάνω.

- Και συ, τι δουλειά κάνεις; ρώτησε ο Αποστόλης.

- Είμαι καβάσης. Είμαστε τρεις. Φυλάγομε το Προξενείο, πηγαίνομε μαζί με τον κύριο Πρόξενο σα βγαίνει έξω... Κι εγώ κάνω και άλλες δουλειές, πρόσθεσε ο καβάσης, κι έκανε το μάτι μαριόλικα.

Ο Αποστόλης δεν τόλμησε πια να ρωτήσει. Μα τέτοια ήταν η λαχτάρα του, που έμεινε με στόμα ανοιχτό κοιτάζοντας τον Αλβανό. Ο καβάσης άλλο που δε ζητούσε παρά να κουβεντιάσει.

- Σήμερα, σα να πούμε, έκανε, πήγα να ξεμπαρκάρω δυο κοπέλες...

Γέλασε, και πάλι έκανε το μάτι.

- Είχαν μπαούλα για του κουμέρκι... που δεν έπρεπε να περάσουν από το κουμέρκι... Ήταν βαριά... Είπα στον κομισσέρη6: «Δυο μετζίτια, και τα βγάζω εγώ!». Κοίταξε αλλού ο κομισσέρης, και πήρα εγώ τα μπαούλα. Μα βαστούσα κι ένα μαντίλι μεγάλο, με πράματα μέσα. Μου φεύγει μια γωνιά... σκορπίσανε τα πράματα!... Μολύβι, βλέπεις... πέσανε, κάναν κρότο...

- Ήταν σφαίρες; έκανε ο Αποστόλης λαφιασμένος.

- Ήταν φυσέκια, αποκρίθηκε κρυφογελώντας ο καβάσης. Κι εξακολούθησε:

- Γύρισε ο κομισσέρης... βγάζω την πιστόλα μου. «Τίποτα», του λέω, «ελιές είναι, ελιές...». Και με την πιστόλα στο χέρι, μαζεύω τα σκόρπια και βγαίνω έξω. Χάμω, στη θέση όπου έπεσαν οι ελιές, άφησα άλλα δυο μετζίτια...

Κρυφογέλασε πάλι ο Αλβανός κι έκανε το μάτι:

- Έτσι κάνομε μεις τις δουλειές μας, πρόσθεσε κορδωμένος και χτυπώντας με καμάρι το στήθος του. Όταν πει ο κύριος Πρόξενος: «Κοίταξε, Αλή, να βγουν τα μπαούλα χωρίς να περάσουν τελωνείο!» περνούν τα μπαούλα χωρίς τελωνείο.

- Τι είχαν μέσα τα μπαούλα; ρώτησε λαχανιασμένος από τη συγκίνηση ο Αποστόλης.

Ο Αλβανός στένεψε τα μάτια του σ' ένα πονηρό χαμόγελο.

- Είχαν βαριά πράματα... κάνουν μπουμ! είπε καμαρωτά.

- Τουφέκια; Και πού τα βάλατε; ρώτησε όλο και πιο ταραγμένος ο Αποστόλης.

Βήματα πάλι ακούστηκαν στο πάνω πάτωμα. Αυτή τη φορά πήγαιναν κατά τη σκάλα, κατέβαιναν. Ο καβάσης στάθηκε πάλι σε προσοχή, και ο Αποστόλης έβγαλε το καλπάκι του, τέντωσε το σώμα του, να το ψηλώσει όσο μπορούσε, και στάθηκε πλάι στον Αλβανό, όλος μάτια και αυτιά, στραμμένος κατά τη σκάλα. Τρεις άντρες κατέβαιναν. Εμπρός, πλάι στον καπετάν Άγρα, ντυμένος τώρα πολιτικά, πήγαινε ένας ψηλός, ασπρομάλλης και ασπρογένης, με νεανικό όμως πρόσωπο και κυπαρισσένια κορμοστασιά, με υπερήφανο χαμόγελο και στάση άκαμπτη. Ο Αποστόλης μάντεψε το Γενικό Πρόξενο7, το Δεσπότη, τον Αρχηγό, την ψυχή του Μακεδονικού Αγώνος, και τον έπιασε τέτοια συγκίνηση, που βαστάχθηκε για να μην πέσει στα γόνατα. Πίσω του, ένα δυο σκαλοπάτια, κατέβαινε ο κύριος Θεόδωρος με το καπέλο στο χέρι, όλος σεβασμό και υποταγή εμπρός στον αρχηγό του. Ο καβάσης πήρε από την κρεμάστρα της εισόδου ένα σταχτί μαλακό της ώρας καπέλο και το έτεινε του Προξένου. Το πήρε κείνος, κι εξακολουθώντας την κουβέντα του με τον Άγρα, του είπε:

- Θα σας αφήσω στου γιατρού, κι εκείνος θα σας φιλοξενήσει...

Ο Άγρας όμως είχε δει τον Αποστόλη, και του έβαλε το χέρι στον ώμο.

- Είναι και τούτος μαζί μου, είπε' θα ήθελα να τον δει κι αυτόν ο γιατρός.

Ο Πρόξενος σίμωσε, και με το χέρι έσπρωξε πίσω το κεφάλι του Αποστόλη.

- Είναι πληγωμένος κι αυτός; ρώτησε. Και αποτείνοντας το λόγο στο αγόρι:

- Πώς βρέθηκες στη μάχη εσύ, μικρέ; ρώτησε.

Μ' από τη συγκίνηση είχε κοπεί η φωνή του Αποστόλη. Ο Άγρας αποκρίθηκε γι' αυτόν.

- Είναι ο οδηγός μου. Εδώ, κύριε Πρόξενε, στον αγώνα μας, δεν έχει παιδιά, ούτε και γυναίκες. Όλοι είναι πολεμιστές και παλικάρια. Και, το ξέρετε καλύτερα από μένα, οι γυναίκες και τα παιδιά καταφέρνουν και περνούν εκεί που σκαλώνουμε και σταματούμε μεις...

- Το ξέρω, το ξέρω, είπε γελαστά ο Πρόξενος, και σήμερα ακόμα δυο κοπέλες έφεραν φορτία... ε, Αλή; Τα καταφέραμε και βγήκαν χωρίς να περάσομε τελωνείο. Ο καβάσης είχε υποκλιθεί βαθιά, μ' ένα χαμόγελο που ξεσκέπαζε όλα τ' άσπρα του δόντια.

Μα ο Πρόξενος δε συνήθιζε να χάνει πολλά λόγια σ' επαίνους και φιλοφρονήσεις.

- Το αμάξι, Αλή, και γρήγορα, πρόσταξε.

- Σας περιμένει, Αφέντη, αποκρίθηκε ο καβάσης, με άλλη μιαν υπόκλιση.

Τωόντι, περίμενε έξω το αμάξι, και ο Πρόξενος βοήθησε τον Άγρα ν' ανέβει και φώναξε τον ντροπαλό και κατασυγκινημένο Αποστόλη.

- Έμπα μέσα, πρόσταξε· θα πας με τον αρχηγό σου στο γιατρό.

Και αποχαιρετώντας τον κύριο Θεόδωρο, πήδηξε σαν παλικάρι στο αμάξι και κάθισε πλάι στον Άγρα.

«Αν ζήσω εκατό χρόνια ακόμα, δε θα ξεχάσω αυτή τη διαδρομή!», είπε κείνη την ίδια νύχτα ο Αποστόλης στα παιδιά του γιατρού, που τον είχαν παραλάβει και τον πήγαν να κοιμηθεί σε μια από τις κάμαρες του σπιτιού, που ήταν πάντα έτοιμες να φιλοξενήσουν πολεμιστές και Ρωμιούς κατατρεγμένους. Και τους διηγήθηκε:

- Φανταστείτε, να κάθομαι εγώ, ο Αποστόλης ο οδηγός, αντίκρυ στο Δεσπότη και τον καπετάν Άγρα! Και κάθε φορά που περνούσαμε ένα φανάρι, να βλέπω του Δεσπότη τ' άσπρα μαλλιά και γένεια, το ευγενικό του πρόσωπο... Αχ, τι ωραίος που είναι! Και πλάι του, το γενναιότερο παλικάρι του Βάλτου, τον καπετάν Άγρα! Ξέρετε τι θα πει; Ναι, ήξεραν τα παιδιά του γιατρού, μια σειρά από γυμνασιόπαιδα, μαθημένα σε όλες τις αγριότητες και τις παλικαριές του Αγώνος, συνηθισμένα ν' ακούν και να κρατούν μυστικά, να ξεπροβοδίζουν και να κρύβουν αξιωματικούς και αγωνιστές, να μεταφέρουν γράμματα, όπλα, φυσίγγια στις σχολικές τους στέκες. Ναι, τα ήξεραν όλα αυτά. Και ήξεραν και την κυρία Ηλέκτρα από το Ζορμπά, και την κυρία Ευθαλία από το Μπόζετς, και τον Πάτερ Χρυσόστομο...

- Τον παπά του Μπόζετς; ρώτησε ξαφνισμένος ο Αποστόλης. Τ' αγόρια κοιτάχθηκαν και γέλασαν.

- Ναι, τον ψευτόπαπα, είπε ο Κώστας, ένας από τους μεγάλους. Όλοι που έχουν γένεια, δεν είναι παπάδες, πρόσθεσε.

Κι έκανε το μάτι στ' αδέλφια του. Ο μεγαλύτερος, ο Χαρίλαος, σήκωσε τους ώμους του.

- Αυτά δεν τα λεν, είπε αυστηρά στον αδελφό του. Μα ο Κώστας δεν άκουε τίποτα. Εκείνο που ήξερε, ήθελε να το πει.

Και όλα τα ξέρανε αυτά τα παιδιά του γιατρού, και όλους, και τον καπετάν Νικηφόρο, και τον καπετάν Ματαπά, που τον έκρυβε και τον νοσήλευε ο γιατρός στο κτήμα του, στην εξοχή, σαν είχε σπάσει το πόδι του στη Λίμνη, περπατώντας. Και τον καπετάν Καψάλη ήξεραν, που είχε σκοτωθεί σε μιαν άγρια μάχη με τους κομιτατζήδες στη Λίμνη, τον περασμένο Απρίλιο. Και τον καπετάν Καβοντόρο, και τον καπετάν Πετρίλο, και άλλους, και άλλους...

- Τον καπετάν Αμβρακιώτη8, τον ξέρεις εσύ; Που τον έπιασαν οι Τούρκοι σε μια συμπλοκή, και τον έβαλαν φυλακή; ρώτησε ο Κώστας.

Μα όχι, δεν τον ήξερε ο Αποστόλης. Πότε έγινε αυτό; Στο Βάλτο;

- Όχι, είπε μελαγχολικά ο Αλέκος, ένας από τους μεσαίους. Κοντά στο Κιλκίς τον έπιασαν, στο Σαρί - Γκιολ. Κάνει το γιατρό στη φυλακή και πάμε και τον βλέπομε κάποτε...

- Και θα τον γλιτώσομε, είπε χαμηλόφωνα, εμπιστευτικά, του Αποστόλη, ο Κώστας, όπως γλιτώσαμε τον Αριστείδη...

- Ποιον Αριστείδη;

- Το πρωτοπαλίκαρο του. Ξέρεις πώς γλίτωσε αυτός; Ο Αποστόλης δεν είχε ιδέα. Και του διηγήθηκε ο Αλέκος:

- Οι βαρυποινίτες, που κοντεύουν πια να τελειώσουν την ποινή τους, είναι επιφορτισμένοι να βγάζουν τα σκουπίδια της φυλακής σε κόφες μεγάλες. Εμπρός στην πόρτα, ένας φύλακας τρυπά πέρα πέρα την κόφα μ' ένα σίδερο, να βεβαιωθεί πως δεν έχει τίποτα άλλο μέσα. Δυο Ρωμιοί βαρυποινίτες λοιπόν, έκρυψαν μια μέρα το σίδερο, έβαλαν τον Αριστείδη μες στην κόφα, τον σκέπασαν με μια κουβέρτα, και από πάνω στοίβαξαν σκουπίδια, και τον πήγαν στην πόρτα. Γύρεψε μα δε βρήκε ο φύλακας το κρυμμένο σίδερο, βαρέθηκε να το γυρέψει και τους είπε: «Άιντε, περάσετε!». Και πήγαν αυτοί στον έξω τοίχο και άδειασαν σκουπίδια και Αριστείδη χάμω. Κι έφυγε αυτός. Μα δεν ήξερε τη Θεσσαλονίκη. Μπήκε σ' ένα σπίτι, έτυχε να είναι ελληνικό. Τον ρώτησαν ποιος είναι! Τους αποκρίθηκε: «Πάτε με στο Προξενείο κι εκεί θα πω ποιος είμαι». Τον πήγαν λοιπόν στο Προξενείο, τον έκρυψαν στα υπόγεια και τον φυγάδεψαν...

- Έτσι θα φυγαδέψομε και τον καπετάν Αμβρακιώτη. Μόνο μην το λες, πρόσθεσε ο Κώστας.

Δεν είχε καμιάν όρεξη να το μεταπεί ο Αποστόλης. Από μυστικά ήξερε και αυτός. Μα τόσες γνώσεις που είχαν όλα αυτά τα παιδιά του γιατρού, τον είχαν ζαλίσει και θαμπώσει.

Μόνο σαν τον ρώτησαν για τη μάχη, όπου είχε φάγει τη σφαίρα στο μέτωπο και όπου είχε πληγωθεί ο καπετάν Άγρας, εκεί πια ξαναβρήκε την υπεροχή του. Αυτή την είχε δει αυτός, την είχε ζήσει. Και μια στα γόνατα και μια όρθιος, και μια πηδώντας σε υποθετικά νερά και βουλιάζοντας φανταστικές πλάβες, τους τη διηγήθηκε τόσο ζωηρά, με τόσα μπαμ και μπουμ, και προσταγές, και «Εμπρός, παιδιά!» και «Τους σκοτωμένους μας πάρετε! Τίποτε μην τους αφήσομε!», που μπήκε μέσα η μητέρα, και μ' ένα χάδι στον καθένα κι ένα γλυκό χαμόγελο σε όλους, τα έστειλε όλα τα παιδιά, δικά της και ξένο, να κοιμηθούν και να ονειρευθούν καινούριες μάχες, νίκες και δόξες.