Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Manussos.djvu/68

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
 68 


ΤΟ ΧΑΡΑΜΜΑ

Ὕπνε μου, φθάνει… σήκωσε
Τὰ μελανά σου χέρια
Ἀπὸ τὰ γλυκ’ ἀστέρια
Ὁποῦ βαστᾷς κλειστά.

Ἂν εἶχες μάτια, πίστεψε
Κλειστὰ δὲν τὰ βαστοῦσες,
Ἆ! τότε λησμονοῦσες
Τὸν κόσμο σου γι’ αὐτά.

Ξύπνησε, κόρη, ξύπνησε
Ἡ χαραυγὴ προβαίνει,
Κ’ ἐγὼ ἀποκοιμημένη
Δὲν θέλω νὰ σὲ βρῇ,

Γιατὶ φοβοῦμαι, βέβαια,
Μὴν ἔλθῃ ’ς τὸ κλινάρι
Καὶ κλέψῃ αὐτὴ τὴ χάρι
Ὁποῦ καυχιέται ἡ γῆ.