Σελίδα:Manussos.djvu/67

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
 67 


ΠΟΤΕ ΕΥΤΥΧΗΣ

Ἂν δὲν μὲ κάμῃς, μοῖρά μου, ν’ ἀλλάξω
Τὴν μαύρη αὐτήνε κι’ ἄχαρη ζωή μου,
Πρέπει τὸ Χάρο στανικῶς νὰ κράξω,
Νὰ γλύσῃ ἀπὸ τ’ ἐσένα τὸ κορμί μου!

Ἀγάπησα; πικρὰ θὰ ἀναστενάξω·
Δὲν ἀγαπῶ; τυφλόνεται ἡ ψυχή μου!
Φεύγω τὴν γῆ, ’ς τὸν οὐρανὸ ἂν πετάξω,
Πάλι ἀπ’ τὰ οὐράνια ἐπιθυμῶ τὴν γῆ μου.

Εἶμαι σὰν ἔρμο δένδρο μαραμμένο
Ποῦ τὴν δροσοῦλα τῆς αὐγῆς δὲν πίνει
Καὶ κάθε ἀχτίνας φίλημα μισάει!

’Σὰν χελιδόνι σὲ κλουβὶ κλεισμένο,
Καὶ χείρου ἀκόμη μ’ ἔχει σκλάβο ἐκείνη,
Ποῦ πνεῦμα καὶ ψυχὴ, μοῦ κυβερνάει.