Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
40
ΤΟ ΚΑΛΛΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΡΟΔΑ
Τὰ ῥόδα κι’ ἂν δὲν ἔχουν
Tὸ κάλλος ποῦ γυρεύεις,
Γιατί νὰ τὰ παιδεύης;
Γιατί νὰ τὰ μαδᾷς;
Πῶς θέλεις ἕνα ῥόδο,
Τόσο μικρὸ, νὰ σώσῃ
Κι’ ἄλλη ὠμορφιὰ νὰ δώσῃ
Τῆς ἴδιας ὠμορφιᾶς;
Μὴ τὰ πειράζῃς, φῶς μου·
Ἰδές τα, ἐμπρὸς σ’ ἐσένα
Λυγίζουν τὰ καϊμένα
Καὶ γένονται χλωμά.
Ἤθελ’ ἀκοῦς νὰ εἰποῦνε
Κ’ ἐκεῖνα, ἂν εἶχαν στόμα,
Κρῖμα ! ἒν οὐράνιο σῶμα,
Νὰ ῎χῃ σκληρὴ καρδιά!