Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Manussos.djvu/31

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
 31 


ΑΝ ΕΙΣΕ ΩΡΑΙΑ

’Σ αὐτὸ τὸ μέτωπο τ’ ἀγνὸ,
’Σ αὐτὰ τὰ μάτια θεία,
Μήπως τοῦ Πλάστου δὲν θωρῶ,
Τὴν παντοδυναμία!

Μὴ δὲν ἀνοίγεις τς’ οὐρανοὺς
Γλυκὰ χαμογελῶντας;
Δὲν ἐξαγνίζει τοὺς θνητοὺς
Τὸ χείλι σου λαλῶντας;

Κ’ αὐτὸ τὸ στῆθος ποῦ βαστᾷς,
Σὰν θησαυρὸ κρυμμένο,
Ἀπ’ ἄνθηα τῆς ἀμυγδαλιᾶς
Δὲν εἶνε ἴσως πλασμένο;

Δὲν εἶνε ἀγγέλου ζωγραφιὰ
Αὐτά σου τὰ χεράκια;
Δὲν εἶν’ ἀόρατα φτερὰ
Τὰ ὡραῖα σου ποδαράκια;