Σήκω, καὶ νὰ τὴν δυναμί μου, ἀνδρίσου,
Εἶπε· καὶ τἄσπρο χέρι της ἁπλόνει!
Τὸ χέρι αὐτὸ, ποῦ ῥόδα παραδείσου
’Σ τὸν δρόμο τῆς ζωῆς μου ξεφυτρόνει!
—Πῶς δύναμαι ἐγὼ πλέον νὰ σὲ χωρίσω.—
Λέγει εἰς ἐμὲ — ἀφοῦ θέλησις μ’ ἑνόνει
Τῆς ἐδικῆς μου ἀνώτερη, εἰς ἐσένα;
—Κ’ ἐλάλει αὐτὰ μὲ μάτια θολωμένα!—
Ἔχεις πνεῦμα γερὸ, καρδιὰ βαρβάτη,
Ἤκουσε τὸν παλμό της ἡ ἀγκαλιά μου.
Ἄστατος εἶσαι καὶ τρελλὸς κομμάτι,
Ἀλλ’ ἐγὼ θὰ σὲ φέρω ’ς τὰ νερά μου·
Ἔχε τὸ νοῦ σου, ὅταν σοῦ κλειῶ τὸ ’μάτι,
Ἐσὺ νὰ κουδουνίζῃς τὰ φλωριά μου·
Νὰ φᾷς δόξα, τιμαὶς μὲ τὴν κουτάλα
Ποῦ μούντζαις νἄχῃ ἡ δάφνη ’ς τὴν κεφάλα.
Ἐλπὶς, χαρὰ μαζῇ κ’ εὐγνωμοσύνη,
Τόσο βαρειὰ πλακῶσαν τὴν καρδιά μου,
Ποῦ πέφτω εἰς τὸν ἀγῶνα ἀπ’ τὴν είρηνη!
Κόμπος πικρὸς σφαλνᾷ τὸν λάρυγγά μου,
Εἰς τὸ χορὸ πετιέται κ’ ἡ γαλήνη
Ποῦ ἐβασίλευε πρὶν εἰς τὰ μυαλά μου.
Θέλω νά γράψω, ἁρπάζω τὸ κονδύλι,
Νὰ, ποῦ μοῦ σβύνει ὁ διάολος τὸ κανδύλι!
Σελίδα:Manussos.djvu/176
Εμφάνιση
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
176