Σελίδα:Manussos.djvu/175

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
 175 

—Οὔφ! τί μοῦ λές! τί μ’ ἐρωτᾷς, κυρά μου!
Ἀν ταὶς φρέναις μου θέλῃς ν’ ἀποχτήσω
Κι’ ἂν δὲν ποθῇς νὰ φᾷς τὰ κόλυβά μου,
Δός με λίγο μοσχάτο νὰ ῥουφήσω,
Γιατὶ ἔσχισε ἡ τρομάρα τὴν καρδιά μου!—
—Ἄνθρωπε, τί ζητᾷς! νὰ σὲ μισήσω; —
Ἀποκρίθηκε αὐτὴ ποῦ μ’ ἐξουσιάζει,
Κι’ ἀπὸ τὴν ἀγκαλιὰ μὲ ξετινάζει.

Κι’ ἀκολούθησε·—Ἀκόμα δὲν γνωρίζεις
Ποιὰ δύναμι ἰσχυρὰ σὲ κυβερνάει!
Ἀφοῦ γι’ αὐτὴ τὴν ὕπαρξι ἀπελπίζεις
Τόσο, ποῦ καὶ τὸν ὅρκο ἀλησμονάει,
Τώρα ἡ καρδιά σου, καὶ μὲ σκανδαλίζεις
Γυρεύωντάς με, πρᾶγμα ὁποῦ δὲν πάει!
Μεθύστακα, ἐβλαστήμησες ἐμπρός μου
Tὸ κρασὶ μελετῶντας, ποὖνε ὀχθρός μου.

Ὦ Μοῦσα μαυρομάτα, μαυροφρύδα,
—Εὐθὺς ἀλησμονῶντας τὴν τρομάρα
Ἀφοῦ τόσο ὠργισμένη ἐγὼ τὴν εἶδα.—
Γονατιστὸς ’ς τὴ μιά μου τὴν ποδάρα,
Ὁποῦ θὰ συγχωρέσῃς ἔχω ἐλπίδα
Τὴν πρώτη μου, τῆς εἶπα, κουταμάρα,
Κ’ ἕνα φιλὶ ’ς τὸ ῥάσσο, ἕνα ’ς τὸ χέρι,
Ἔφερε σὲ γαλήνη αὐτὸ τ’ ἀστέρι.