Σελίδα:Manussos.djvu/166

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
 166 

Τὰ μάτια μου ἐθαμβώσανε
’Σ τὸ φῶς ποῦ κυματίζει
Ὁ νυμφικός σας θάλαμος!
Ὁλοῦθε ξεχειλίζει
Μύρα βαρειὰ κι’ ἀρώματα,
Τὸ δῶμα τς εὐτυχιᾶς.
Εἰς τὰ ἐκλεχτά του πλάσματα
Ὄχι δὲν εἶνε θυάμα,
Ἂν ὁ οὐρανὸς ταὶς χάραις του
Ὅλαις προσφέρει ἀντάμα·
Πνεῦμα, ὠμορφιά, νεότητα,
Καὶ κάλλη τῆς ψυχῆς!
Σᾶς βλέπω, ναὶ, μὲς τἄπειρα
Καλὰ τοῦ Παραδείσου
Νὰ πλέτε πάντα ἀκούραστοι
Ἐσὺ κ’ ἡ Ποθητή σου·
Καὶ βλέπω εἰς τὰ στεφάνια σας
Τὸν θρόνο τῆς τιμῆς!
Χαρῆτε! Ἀπὸ τὸ χεῖλι σας
Τὸ γέλιο ἂς μὴ ἀπολείπῃ,
Μακρυὰ ἀπὸ σᾶς νὰ δέρνεται
Ἡ ξεσχισμένη λύπη·
Πάντα ἀγγελλούδια, ὀνείρατα
Νὰ βλέπετε χρυσᾶ.
Οἱ Ἔρωτες κ’ οἱ ζέφυροι,
Νὰ σᾶς περιγυρίζουν,
Περιβολάκια οὐράνια
Ἐμπρός σας νὰ εἰκονίζουν,
Γλυκαὶς κιθάραις, κύμβαλα,
Νὰ σᾶς λαλοῦν σιμά....