Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Manussos.djvu/150

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.

Ὅπως ’ς τὴ σέλα τἅπλονε γιὰ νὰ καβαλικέψη....
Τοῦ βγάζει ὁ πόνος βογκητό κι’ ὁ φόβος τὸν νεκρόνει!
-«Ποῦ εἶσαι, γέρω Πίτσαρη; βρὲ θὰ μᾶς φάγῃ ὁ Γρίβας!»-
Καὶ ὁ γέρο λύκος τοῦ Σουλιοῦ ὁ Πίτσαρης τοῦ λέγει,
-«Ἐδῶ, πέρα δὲν θἄβγωμε, Πασσᾶ μου, ἂν νυχτωθοῦμε,
Μόνε τ’ ασκέρι σήκωσε ’ς τὰ Γιάννενα νὰ μποῦμε».-
Ὁ Γρίβας κράζει τὰ παιδιά, του λείπουν τρία γεράκια.
Μετρηοῦνται κ’ οἱ χαλδούπιδες καὶ λείπουν τετρακόσοι.