Σελίδα:Manussos.djvu/149

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.

Μεσάνυχτα, σὰν δαίμονας, σὰν τοῦ Θεοῦ κατάρα,
Ὁ Ἀβδῆ Πασσᾶς ἐκίνησε μὲ δυὸ, μὲ τρεῖς χιλιάδαις
Ἀρβανιτιὰ, καὶ τακτικὸ ἀσκέρι διαλεμμένο.
Τοὺς ἔσπρωχνε ὅλους ἡ χαρὰ τὸν Γρίβα νὰ τσακώσουν,
Τὸν Γρίβα, ποῦ τὸν ἔβλεπαν μὲς τὸ κλουβί κλεισμένο·
Βαστοῦν τουφέκι ’ς τὸ δεξὶ, ’ς τὴ ζώνη γιαταγάνι,
’Σὰ νύφαις ἐστολίστηκαν γαμπρὸ νὰ τόνε πάρουν,
Μόν’ ηὗρε, ἀλλοίμονο, ὁ Πασσᾶς τὸν Γρίβα ’ς τὸ τουφέκι.
Μανιόνει, ἀφρίζει, καὶ τραβᾷ τὰ γένειά του ἀπ’ τὸ πεῖσμα·
-«Βρὲ Γρίβα, ρίξε τἅρματα, βρὲ Γρίβα, παραδώσου,
Σὰν παλληκάρι ξακουστὸ ἐγὼ νὰ σὲ τιμήσω·
’Σ τὰ Γιάννενα, ’ς τὰ μνήματα, Χανούμισσαις προσμένουν
Γιὰ νὰ σὲ φέρω ζωντανὸ, δεμένο σὰν τ’ ἀρκούδι».–
Ἄγρια φωνὴ ἀντιβόησεν ἀπὸ τὸ μετερίζι,
-«Ποῦ πᾶτε, βρὲ χαλδούπιδες, κορμιὰ τοῦ χάρου λέσια;
»Μωρὲ τὸν Γρίβα’ς τὰ χαλκᾶ τὰ Γιάννενα δεν βλέπουν».-
Πέφτουν μολύβια σὰν βροχὴ ’ς τὰ τούρκικα κουφάρια·
Χουμᾷ τ’ ἀσκέρι τρεῖς φοραὶς καὶ τρεῖς κολόνει πίσω,
’Σ τὰ πόδια ρίχνει ἡ Ἀρβανιτιά παλληκαριὰ κι’ ἀξιάδα.
Τ’ ἀσκέρι ἀνεμοσκόπησεν, οἱ τοπιτσίδες μένουν
Τὸ τόπι νὰ δουλέψουνε, τὸν Γρίβα νὰ χαλάσουν.
Ὁ Γρίβας τότε θύμωσε, κακὴ φωνὴ πετάει.
-«Τώρα νὰ ἰδῆς, Ἀβδὴ Πασσᾶ ’ς τὴν Πόλι φημισμένε,
Πῶς πολεμοῦν οἱ Ἕλληνες, τοῦ κάμπου τὰ ξεφτέρια».-
Τὸ σισανέ του ἅρπαξε, ματιάζει καὶ τραβάει,
Τοὺς ρίχνει μιὰ, τοὺς ρίχνει δυὸ, κι’ ὁ χάρος ἐγελοῦσε.
Ῥημάξαν τὰ πυρόβολα, κ’ ἐπάγωσε τ’ ἀσκέρι·
Ῥίχνει τὴν τρίτη τὴν πικρὴ καὶ τὴν φαρμακωμένη
Καὶ μὲς τὸ χέρι τοῦ Πασσά καρφώθηκε τὸ βόλι,