Ἀντιβόησεν ἡ θεία Ἡ κραυγὴ τοῦ Γερμανοῦ, Κ’ ἐπετάχθη ἡ Ἐλευθερία Ἀπ’ τς ἀγκάλαις τοῦ Θεοῦ, Ὁλοφώτιστη! ὡπλισμένη Μὲ ῥομφαία τρομακτικὴ, Ἀπ’ τὸν Ῥήγα ἀκονισμένη Εἰς τοῦ Πλάστου τὴν ὀργή. Δίνει εὐθὺς ’ς τὰ παλληκάρια Τέτοιο φίλημα θερμὸ, Ποῦ τὰ κάνει σὰν λιοντάρια, Νὰ χουμᾶνε ’ς τὸν ἐχθρό.