Σελίδα:Manussos.djvu/110

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
 110 

Ποῦ χαλκευμένη πέρα, ἐδῶ σιμόνει;
Εἶναι ὁ δαρμὸς τῆς γῆς, ἡ ἀνεμοζάλη!
Τὸ σύγνεφο διωγμένο χαμηλόνει
Κατάμαυρο, βαρὺ σὰν τὴν κατάρα,
Κι’ ἀπὸ θυμὸ τὸ στῆθός του φουσκόνει.
Ῥίχνει ἡ βροντὴ ’ς τὸν κόσμο τὴν λαχτάρα,
Καὶ τῶν βουνῶν ὁ ἀντίλαλος βογκάει,
Σκότος τὴν γῆ πλακόνει καὶ τρομάρα!
Τ’ ὁρμητικὸ τὸ νέφος κατασπάει
Αὐτὸ ποῦ τὴν φυγή του θὰ ἐμποδίσῃ,
Κι’ ἀστράφτει, κεραυνόνει καὶ περνάει!
—Τώρα, βοσκὲ, τὰ πρόβατα ’ς τὴ βρύσι
Νὰ μὴ τὰ πᾷς νὰ τὰ περιποτίσῃς,
’Σ τὸ λειβάδι ἡ βροχὴ μὴ σ’ ἀποκλείσῃ·
Ἀλλὰ γερὰ σουρίζωντας ν’ ἀρχίσῃς,
—Γιατὶ καιρὸς δὲν εἶναι τῆς φλογέρας—
Νὰ τὰ μαζέψῃς ὅλα νὰ τὰ κλείσῃς....
Σπιθοβολίζει ὁ καρτερὸς ἀγέρας
Οἱ οὐρανοὶ ’ς ταὶς φλόγαις κυματᾶνε,
Ἐγείνηκε ᾅδης ἡ ὄψι τῆς ἡμέρας!
Μουλιάζουν τὰ τετράποδα, σιωπᾶνε·
Καὶ τὰ πουλιὰ χωρὶς νὰ κελαϊδοῦνε,
Εἰς τὴ φωλιά τους τρομασμένα πᾶνε.
Μὲς τὸν ἀνεμοστρόβιλο πετοῦνε,
Σὰν κολασμένα πνεύματα οἱ κοράκοι,
Τὴν μυσαρά τους τὴν τροφὴ νὰ βροῦνε.
Τρέμει ’ς τὴν γῆ τὸ δυνατὸ ῥοπάκι,
Ἡ ὀξειὰ στρίφει τοὺς κλώνους της καὶ τρίζει,
Σὰν τὸ καλάμι γέρνει τὸ δενδράκι.