ὅμως ἐβγᾶτε, φύγετε, ὁ βοῦς καὶ τὸ βουβάλιν·
ἐγὼ δὲ καὶ τὸ ἄλογον νὰ δικολογηθοῦμεν.“
ἀπῆγαν καὶ ἐστάθησαν μετὰ τοῦ συνεδρίου.
τὸ φοβερὸν τὸ ἄλογον ὡς ἤκουσεν τοὺς λόγους,
πηδηματίτσιν ἔκαμεν, ἐφόβησεν τοὺς πάντας. 660
ἀνέβην, ἐκατέβηκεν, ἐστάθην, ἐλυγίσθην,
τράχηλον ἐκαμάρωσεν, ἐτίναξε τὴν χαίτην.
μεγάλως ἐχλιμίντρισεν, ἐστάθην εἰς τὸ μέσον
καὶ πρὸς τὸν ὄνον ἔφησεν ῥήματα τὰ τοιαῦτα
„εἰπέ με, μαυροπεισματᾶ, εἰπὲ, ψωρογομάριν, 665
πῶς σὲ φορτόνουν, ἄτυχε, πῶς σὲ ῥαβδοκοποῦσιν.
φορτόνουν σε τ᾿ ἀλεύρια, κριθάριν καὶ σιτάριν,
τὰ ὄσπρια, τὰ φάβατα, καὶ ὅσα τούτων εἴδη,
φορτόνουν σε καὶ τὸ κρασὶν, ὀξίδιν καὶ τὸ λᾴδιν,
καὶ κουβαλεῖς καὶ τὸ νερὸν, τ᾽ ἄχερα καὶ τὰ ξύλα, 670
τὰ χόρτα καὶ τὰ φρύγανα, κρόμμυα κ᾿ εἴ τι ἄλλον,
τὰς πέτρας, τὰ χαλίκια, τὰ * κίσαλα, τὸ χῶμα,
καὶ ὅσα χρῶνται οἱ ἄνθρωποι εἰς ἅπασαν δουλείαν.
ῥαβδοκοποῦν, σκοτόνουν σε καὶ ματσουκοκοποῦν σε,
σουβλοκοποῦν τὸν κῶλόν σου μὲ σίδερα καὶ ξύλα. 675
πολλάκις καὶ ἂν σὲ εὑροῦν καὶ νὰ ποιήσῃς πρέδαν
ὁκάπου εἰς ἀμπέλια καὶ εἰς σπαρμένας χώρας,
κόπτουσιν τὰ αὐτία σου, χαράσσουν τὴν οὐράν σου,
καὶ βάνουν καὶ λαβόνουν σε μὲ τὴν χλωρὴν τὴν βέργαν,
καὶ οὔτε πίνεις οὔτε τρῷς οὔτε σεῖς τὴν οὐράν σου, 680
καὶ εἶσαι κάθαρμα, πομπὴ καὶ γέλοιον τῶν ζώων.
Σελίδα:Carmina Graece Medii Aevi, W. Wagner (1874).djvu/186
Εμφάνιση
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
––164––