ῥαβδαίας, ἀποπατητὰς µεγάλας σε φορτόνουν.
εἰ δὲ πολλάκις, μιαρὲ, συµβῇ καὶ ψωριάσῃς,
εἰς σπήτιν ἄλλο δὲν χωρεῖς οὐδ᾽ εἰς αὐλὴν ἐμπαίνεις,
οὐδὲ καλὸν λόγον ἀκοῦς οὐδὲ ἐπωνυμίαν, 225
[ἀλλ᾽ ὅπου ὑπάγεις καὶ σταθῆς, ἄλλον οὐδὲν ἀκούεις]
εἰ μὴ τό-ὅλοι δότε τον, ὅλοι λιθάζετέ τον,
διότι µαγαρίζει µας ὁ σκύλος ὁ ψωριάρης —
καὶ κροῦν σε ἄλλοι ἀπεδῶ καὶ ἄλλοι ἀπεκεῖθεν
καὶ τυµπανίζουν σε κακὰ, ἕως οὗ νὰ ψοφήσῃς, 230
καὶ δένουν σε μὲ τὸ σκοινὶν ὡς καταδικασµένον,
καὶ σύρνουν σ’ ἐκ τὸν τράχηλον καὶ πᾶν σ’ εἰς τὴν κοπραίαν,
οἱ μὲν λιθοβολοῦσί σε, οἱ δὲ ῥαβδοκοποῦν σε,
σκοτόνουν σε κι ἀφίνουν σε, καὶ τὰ ὀρνέα τρῶν σε.
ταῦτα δέ εἶσιν τ’ ἀγαθὰ καὶ τὰ καλὰ τὰ ἔχεις, 235
καὶ ὑπεραίρεσαι πολλὰ καὶ καυχᾶσαι μεγάλα.“
ὁ κύων ἐντραπεὶς μικρὸν τῆς ἀλωποῦς τοὺς λόγους
παραμερεᾶς ἐστάθηκεν πικροχολιασµένος,
καὶ λόγους ἀπεφθέγξατο καὶ ῥήματα τοιαῦτα
„ἁλωποῦ τρυπολόγισσα, βουνοαναθρεµµένη, 240
οὔποτ᾽ ἡμέραν θεωρεῖς οὔτ’ ἥλιον ἐβλέπεις
εἰς βάθη σκοτεινότατα, εἰς χάσµατα μεγάλα,
ἐπεθυμεῖς καὶ τὸ νερὸν δι᾽ ὅλης τῆς ἡμέρας,
τότε τὴν νύκταν νὰ ἐβγῆς καμένη ἀπὸ τὴν δίψαν,
νὰ εὕρῃς πούπετα νερὸν καὶ νὰ τὸ ἀποφρύξῃς, 245
καὶ νὰ πρισθῇς, νὰ ἀγκωθῇς, νὰ συχνοπυκνοκλάνῇς.
Σελίδα:Carmina Graece Medii Aevi, W. Wagner (1874).djvu/171
Εμφάνιση
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
––149––