Σὰν κρυστάλλι κυλᾷ τὸ ποτάμι·
τὸ παιδὶ τὸ θωρεῖ καὶ γελᾷ:
Τί κακὸν εἰμπορεῖ νὰ τοῦ κάμῃ
τὸ καθάριο νερὸ ποῦ κυλᾷ;
Δύο κρίνοι στὸ ῥεῦμα σαλεύουν
πότ’ ἐδὼ πότ’ ἐκεῖ σταυρωτοί.
Τὸ παιδάκι θαρρεῖ πῶς τὸ γνεύουν,
σὰν νὰ θὲν νὰ τοῦ ’ποῦν κάτι τί.
Πότ’ ἐδὼ πότ’ ἐκεῖ τοὺς προκλίνει
τὸ νερὸ ποῦ περνᾷ μὲ σπουδή:
Τί νὰ γνεύουν οἱ κίτρινοι κρίνοι,
τί νὰ θέλουν νὰ ’ποῦν στὸ παιδί;
Στῆς ἰτιᾶς τὸ κλωνάρι θαρριέται,
ἄχ! ν’ ἀκούσ’ ὁ μικρὸς προσπαθεῖ!
’Ξάφνου σπᾷ τὸ κλωνί, ποῦ κρατιέται,
καὶ κυλᾷ στὸ νερὸ τὸ βαθύ!