Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
75
—Ἄχ, κι’ ἂς ἤμουν, λέγ’, ἐγὼ
’κείνη ποῦ θὰ τ’ ἀγκαλιάσῃ!—
Καὶ τὸ ῥεῦμα τὸ γοργὸ
σκύβ’ ἡ λουλουδιὰ νὰ φθάσῃ.
Μά, σὰν ἔσκυβ’ ἔτσι δά,
τὸ νερὸ μὲ τὴν ὁρμή του
τὰ φυλλάκια της μαδᾷ,
τὰ κατρακυλᾷ μαζί του!
Τώρα στέκει μαδητή,
στέκει στέλεχος μονάχο!—
Διατί, ἄχ! διατί
’ξεστηρίχθηκ’ ἀπ’ τὸν βράχο;