Σελίδα:Athides Aurai Georgios Vizyinos.djvu/72

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
60

Μέσ’ στὸ σκοτάδι τὸ βαθὺ ἕν’ ἄστρο, σὰν λυχνάρι,
σὰν μία φλόγα μυστική ἀπ᾿ τὸν Θεὸ ἀναμμένη,
γαλάζια λάμψη χύνει.
Καὶ φέγγει τὴν λευκόχλωμη τοῦ Βασιλέως χάρη,
ποὺ μὲ κλεισμένα βλέφαρα ἐξαπλωμένος μένει
στὴν ἀργυρή του κλίνη.

—Ἀπέθανε, γιαγιά;—Ποτέ, παιδάκι μου! Κοιμᾶται,
κοιμᾶται μόνο! Τὴν χρυσὴ κορώνα στὸ κεφάλι,
τὸ σκῆπτρό του στὸ χέρι.
Καί, σὰν παλῃοί του σύντροφοι, πιστοί του παραστᾶται,
στὰ στήθη τ᾿ ὁ Σταυραετός, στὰ πόδια του προβάλλει
δικέφαλο ’Ξαφτέρι.

Ἐπάν’ ἀπ’ τὸ κεφάλι του, ἡ ἀσπίδα παραστέκει·
κι’ ἐκεῖ ποὺ τὸ χρυσόπλεκτο, τὸ ψηφωτὸ ζωνάρι
τὴν μέση του κατέχει,
σὰν ἀστραπὴ ’π’ ἀπέμεινε χωρὶς ἀστροπελέκι,
ζερβιά, ’ως κάτου κρέμεται τ’ ἀστραφτερὸ θηκάρι—
μέσα σπαθὶ δὲν ἔχει!

—Γιατί, γιαγιά; Ποῦ εἶναί το;—Βαμμένο μέσ’ στὸ αἷμα,
ἀκόμ’ ὡς τώρα ’βρίσκεται σ’ ἑνὸς ἀγγέλου χέρι,
στὸν οὐρανὸν ἐπάνου...
Ἤτανε τότε ποῦ ἡ Τουρκιὰ τὴν Πόλην ἐπολέμα.
Μέσα μία φούχτα ἐλεύθεροι, ἀπ’ ἔξω μύριο ἀσκέρι
οἱ σκλάβοι τοῦ Σουλτάνου.