Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
38
Καὶ ἀπὸ τότ’ ἡ ἄπονη χελώνα ἔχει γείνει,
σέρνεται στὴν γῆ!
—Πᾶνε στὴν τρίτη κόρη μου, νἀρθῇ νὰ μὲ κυττάξῃ,
καὶ δὲν εἰμπορῶ!—
Πρὶν ἐπιστρέψῃ καὶ τῆς πῇ, ἡ κόρ' εἶχε προφθάξει.
Εἶχ’ αὐτὴ καιρό;
—Γιατί στὰ χέρια, κόρη μου, στὰ δάχτυλα ζυμάρι
κι’ ἄλευρα ἐδώ;
—Ἐζύμονα, μανούλα μου, μὰ εἴδησ’ ἔχω πάρει
κ’ ἦρθα νὰ σὲ ἰδῶ.
—Ἀνθόσκονη τ’ ἀλεῦρί σου, κ’ ἡ σκάφη σου κυψέλη!
Ηὗρες τὸν καιρό!
Στὸν βίο σου, νὰ γίνεται ὅ,τι κι’ ἂν πιάνῃς μέλι,
μέλι γλυκερό!—
Λαλεῖ, καὶ μὲ χαμόγελο ἀποκοιμιέτ’ ἐκείνη
γιὰ παντοτεινά.
Καὶ ἀπὸ τότε, μέλισσα ἡ κόρη της ἐγείνη
καὶ καλοπερνᾷ.
Γυρνᾷ σ’ ὅλα τὰ λούλουδα, εἰς ὅλα τ’ ἄνθη ’μβαίνει,
μ’ εὔθυμη ψυχή.
Κι’ ἀπ’ ὅλα ’ναι τὰ πλάσματα ἡ πιὸ εὐλογημένη,
διὰ τὴν εὐχή.