Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
37
—Πᾶνε καὶ ’πὲς τοῦ γυιόκα μου νἀρθῇ νὰ μὲ κυττάξῃ,
καὶ δὲν εἰμπορῶ!—
’Πῆγε καὶ ἦλθε καὶ λαλεῖ.—Τ’ ἀμπέλι του θὰ φράξῃ!
Δὲν ἔχει καιρό!
—Οἱ βάτοι νὰ φυτρώσουνε στὸ σῶμά τ’, εἶπ’ ἐκείνη,
γιὰ παντοτεινά!—
Καὶ ἀπὸ τότ’ ὁ κακογυιὸς σκαντσόχοιρος ἐγείνη,
φεύγει στὰ βουνά!
—Πᾶνε καὶ ’πὲς τῆς κόρης μου νἀρθῇ νὰ μὲ κυττάξῃ,
καὶ δὲν εἰμπορῶ!—
’Πῆγε καὶ ἦλθε καὶ λαλεῖ. - ’Φαίνει λεφτὸ μετάξι!
Δὲν ἔχει καιρό!
—Νὰ ’φαίνῃ καὶ νὰ διάζεται, καὶ νἆναι, εἶπ’ ἐκείνη,
μὲ χωρὶς πανί! -
Καὶ ἀπὸ τότ’ ἡ ἄπονη, ἀράχνη ἔχει γείνει,
ματαιοπονεῖ!
—Πᾶνε στὴν ἄλλη κόρη μου, νἀρθῇ νὰ μὲ κυττάξῃ,
καὶ δὲν εἰμπορῶ!—
’Πῆγε καὶ ἦλθε καὶ λαλεῖ.—Θὰ πλύνῃ καὶ θ’ ἀλλάξῃ!
Δὲν ἔχει καιρό!
—Ἡ σκάφη πὰ στὴν ῥάχη της νὰ γύρῃ, εἶπ’ ἐκείνη,
ἄπλυτ’ ἀλλαγή!—