Ἔκτοτε, ἄχ! στὰ σκοτεινὰ σκάφτω τυφλὸς παντοτεινὰ τὸ ἴδιο μου τὸ μνῆμα. Ὣς π’ ὁ Θεὸς νὰ λυπηθῇ, ὠς ποῦ νὰ μοῦ συγχωρεθῇ τὸ φοβερό μου κρῖμα!—