Καὶ τὴν στολίζει πρόθυμο, πρόθυμο πολύ,
τὰ πιὸ ὡραῖα χρώματα·
καὶ χύνει μὲ τὸ χέρι του ’πάνω στὴν στολὴ
τὰ πιὸ καλὰ τ’ ἀρώματα
μὲ χαρὰ μεγάλη.
Τὸ βλέπ’ ἡ Γῆ καὶ πρόσωπο κάμνει χαρωπό,
—θαρρεῖς τὰ νοστιμεύεται!—
Καὶ λέγει ἐρωτόληπτη. “Ἔαρ, σ’ ἀγαπῶ!”.
Ἀλλ’ ὅμως δὲν ’πανδρεύεται.
Διατί; Διότι!—
Τὸ Θέρος, τολμηρότερο, μ' ὥριμα μυαλά,
εἶν’ ἄνδρας κ’ ἐπιβάλλεται.
Κι’ ὡς ἔμβῃ τὸ κατώφλοιο της, καὶ τὸν διῇ καλά,
ἀμέσως μεταβάλλεται
ἡ κυρὰ ἡ πρώτη.
Τὰ ἄνθη της μεστόνουνε, γίνονται καρποί·
τὰ χόρτα στάχυα ’βγάζουνε.
Τὸ Θέρος παίρνει δρέπανο σὰν τὴν ἀστραπὴ
κι’ αὐτὰ ποῦ ὡριμάζουνε
τὰ καλοθερίζει
Τῆς φέρει στάρι ἄφθονο, σήκαλη πολλὴ
νὰ θρέψῃ τὰ παιδία της.