Τ’ ἀκοῦσαν καὶ ’πειράχθηκαν καὶ εἶπαν μὲ τρελὴ
τὰ χεράκια βία.
—Αὐτάκια, μὴν ’παινεύεσθε καὶ σᾶς περνοῦν πολὺ
ἄλλοι στὴν ἀξία.
Τί ὠφελᾷ ν’ ἀκούῃ τις ἤχους περιττούς,
νὰ θωρῇ τ’ ἀστέρια;
Αὐθέντας πά στὰ πράγματα τοὺς κάμνουν τοὺς θνητοὺς
μοναχὰ τὰ χέρια.—
Τ’ ἀκοῦσαν καὶ ’πειράχθηκαν καὶ εἶπαν μὲ τρελὴ
τὰ ποδάρια βία.
—Χεράκια, μὴν ’παινεύεσθε καὶ σᾶς περνοῦν πολὺ
ἄλλοι στὴν ἀξία.
Τί ὠφελᾷ τὸ πιάσιμο, τὸ χέρι πῶς ἀρκεῖ
διὰ κυριάρχη;
Γι’ αὐτόν, ἂν δὲν τὸν φέρωμεν ἑμεῖς ἐδῶ κ’ ἐκεῖ,
κόσμος δὲν ὑπάρχει.—
Τ’ ἀκούει καὶ πειράζεται καὶ λέγει μὲ βουλὴ
τὸ κεφάλι κρύα.
—Ποδάρια, μὴν ’παινεύεσθε, καὶ σᾶς περνοῦν πολὺ
ἄλλοι στὴν ἀξία.
Τί ὠφελᾷ ἡ κίνηση ποῦ πέρνει μοναχὴ
τ’ ἄψυχο τὸ σῶμα;