Κ’ ἐνῷ ’κρατοῦσεν ἡ ’μιλιά,
ὁ Ἅγιος βλέπει τὴν δουλειά,
ποῦ ἐκτελεῖ συνήθως:
Πιάν’ ἀπ’ τὰ πόδια τὸ παιδί,
τ’ ἀναποδίζει μὲ σπουδή,
καὶ τὸ χτυπᾷ στὸ στῆθος.
Καὶ βλέπει τ’ ἁρμυρὰ ζουμιά,
ποῦ τρέχουν ἀπ’ τὴν μύτη μιά,
καὶ μιὰν ἀπὸ τὸ στόμα.
Κατόπι, στήνοντάς τ’ ὀρθά,
μ’ ὅλα τὰ μέσα προσπαθᾷ—
Δὲν ἀναπνέει ἀκόμα!
Τότε μὲ σκέψη περισσὴ
’βγάλλει τὴν θήκη τὴν χρυσή,
γεμάτη μὲ ταμπάκο.
Παίρνει μιὰ πρέζα, τὴν βαστᾷ
στὴν μύτη τοῦ παιδιοῦ ’μπροστά—
“Μύρισ’ το, βρὲ Γιαννάκο!”
Σὰν τὸ ’μυρίσθηκεν αὐτός,
τὸν ἔπιασ’ ἕνας φτερνητὸς
κ’ ἐπῆρε ’λίγ’ ἀγέρα.
Καὶ τοῦ ἀνοῖξαν στὴν στιγμὴ
οἱ νυχτωμένοι τ’ ὀφθαλμοὶ
καὶ εἶδε τὴν ἡμέρα!