Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
16
καὶ τὸ κλουβὶ ’ναι σῶμα,
βαρὺ βαρύ, σὰν χῶμα.
Ὅσον ἀντέχει τὸ κλουβὶ
καὶ τὸ πουλὶ γιὰ νὰ διαβῇ
δὲν βρίσκει εὐκολία,
εἶναι ζωή κ’ ὑγεία.
Ἀλλ’ ἅμ’ ἀρχήσῃ νὰ χαλνᾷ,
καὶ τὸ πουλὶ τότ’ ἀρχινᾷ
καὶ πολεμᾷ κι’ ἀνοίγει,
ὥστε νὰ ’βγῇ νὰ φύγῃ.
Νὰ πᾷ στὴν πρώτη του φωλιὰ
καὶ στ’ ἄλλου κόσμου τὰ πουλιὰ
ν’ ἀφηγηθῇ μιὰ μέρα
ὅ,τ’ εἶδεν ἐδωπέρα.
Μά, ὅπ’ ἡ Φύσις ἡ καλὴ
εὑρῇ κλουβὶ χωρὶς πουλί,
σηκόνει καὶ τὸ παίρνει,
καὶ σπίτι της τὸ φέρνει.
Καὶ καίγοντάς το προσπαθεῖ
νὰ ζήσῃ καὶ νὰ ζεσταθῇ,
γιατ’ εἶναι κρυωμένη,
κ’ εἶναι γρῃά ἡ καϋμένη!