Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
15
Η ΖΩΗ.
Καθεὶς μὲ σκέψιμο βαθὺ
νὰ καταλάβῃ προσπαθεῖ
ποιὸς ἥνωσε μ’ ἕν νεῦμα
τὴν ὕλη καὶ τὸ πνεῦμα.
Ἐγώ, παιδάκι χαρωπό,
έγώ, μ’ ἀκούεις; θὰ στὸ ’πῶ
καὶ ποιὸς καὶ πῶς τὸ κάνει
αὐτὸ ποῦ σὲ λανθάνει.
Ἀπὸ τὴν ὕλη τὴν βουβὴ
πλέκ’ ὁ θεὸς ἕνα κλουβί,
κι’ ἀνοίγει παραθύρια
σ’ αὐτὸ πέντ’ αἰσθητήρια.
Ἕπειτα βάλλ’ ἕνα πουλὶ
μεσ’ στο κλουβάκι, ποῦ λαλεῖ
μὲ ἴδια λαλιά του
ὅ,τι θωρεῖ ’δὼ κάτου.
Ἔ! τὸ πουλάκι τὸ ταχὺ
εἶναι αυτὸ, ποῦ λὲν ψυχὴ,