Μοῦ ῥάφτουν τὰ κομμάτια καὶ τὰ φέλια,
ποῦ οὔτε ῥαφὴ διακρίνεις, οὔτε ῥάμμα!
Καὶ μόλις τοὺς φορῶ τὰ ῥοῦχ’ ἀκόμη,
δείχνουν τὴν θεία αὐτὰ καταγωγή τους:
Τοὺς κάμνουν εὐγενέστερη τὴν γνώμη,
ὡραία τὴν χωριάτικη μορφή τους.
Καὶ παίρνουν ἀνθρωπιὰ τὰ σαμμιαμύθια·
καὶ γίνοντ’ ἀρεστὰ μέσα στὴν ψώρα.
Στὴν χώρα, ποῦ— ἂς ποῦμε τὴν ἀλήθεια—
τὰ ροῦχα κάμνουν τοὺς ἀνθρώπους τώρα.
Ἔτσι κι’ αὐτὸν τὸν “Γαλαξία”, Γέρο.
Παιδάκι τῆς Πατρίδας ξεχασμένο,
μοῦ τὤδωκες γυμνό, καὶ σοῦ τὸ φέρω
μὲ τὴν στολὴ ποῦ βλέπεις ἐνδυμένο.
Τοῦ ’πάγει; Δὲν τοῦ ’πάγει;— Ποιός ἠξέρει
καλλίτερ’ ἀπὸ σὲ ν’ ἀποφασίσῃ;
Ἐσύ ’σαι πρῶτος μάστορης, μὲ χέρι,
π’ ’ως κι’ ἄϋλας ἰδέαις ἔχ’ ἐνδύσει.
Σ’ ἀρέσκ’ ἐσέ; Κ’ ἐμὲ μ’ ἀρέσκ’ ἐξίσου.
Καὶ δὲν ῥωτῶ τῆς μάνας του τὴν γνώμη.
Κι’ ἂν θυμωθῇ – Ε, ben’! Ἂς πάρ’ ὀπίσου
τὴν πλερωμή, ποῦ μᾶς χρωστάει ἀκόμη!