ΑΝΔΡΕΑι ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗι.
(Κατὰ τὴν 1ην τοῦ 1882.)
Μὲ τί χαρὰν τὸ ἤκουσα, στοχάσου, πῶς ἑορτάζ’ ἡ προσφιλὴς μικρά σου! Ἀμέσως ἥπλωσα τὴν χεῖρα, ὡς ἐπὶ νέας εὑρετῆς. Ἀλλ’ ὅταν ἔνθους τὴν ἐπῆρα: «Ψάλλεις—ἐτραύλισεν ἡ λύρα— Κατόπιν ἑορτῆς!» Τότε μοῦ ἦλθ’ ἐξαίφνης, συλλογήσου, νὰ μάθω κἄν πότ’ εἶν’ ἡ ἑορτή σου. Κ’ ἠρώτων γέροντα καὶ νέον: “Ξεύρεις ὁ Ἅγιός του τίς;” Τέλος, ἀπὸ χαρὰν ἐκπνέων, τὸ ἔμαθον. Πλὴν ἦτο πλέον— Κατόπιν ἑορτῆς!