—Ἐδὼ καράβια χάνονται, κ’ ἐσύ, βαρκούλα, μόνη,
χωρὶς σαβούρα καὶ πανί, χωρὶς γερὸ τιμόνι,
ποῦ πᾷς μέσ’ στὰ πελάγη;
Γι’ ἄφησε τὴν ἀντίσταση, νεκρόχλωμε βαρκάρη!
Καιρὸς ποῦ δὲν ἑγεύθηκα τ’ ἀνθρώπινο κουφάρι,
ποῦ πεῖνα μὲ βαστάγει!
—Καράβια ’δὼ κι’ ἂν χάνουνται, ἐγώ, ἐγὼ ἀκόμα
θὰ πολεμήσω, διάτανε, μὲ τὴν ψυχὴ στὸ στόμα
τὸν Χάρο τὸν χαράμη!
Ἔχω σαβούρα περισσὴ στὰ θαρρετά μου στήθη,
τὴν πίστη στὸν καλὸ Θεό, ποῦ ὅμοιο του ’βουλήθη
κ’ ἐμένα νὰ μὲ κάμῃ.
Κ’ ἔχω πανὶ τὸν δυνατό, τὸν φτερωτό μου πόθο,
ποῦ πάντα ’μπρὸς νὰ μὲ τραβᾷ, νὰ μὲ πηγαίνῃ νοιώθω,
ἀπ’ ὅπου κι’ ἂν κινήσω.
Καὶ τῆς μανούλας μου ἡ εὐχή, σὰν μαγικὸ τιμόνι,
μ’ ἀνοίγει μέσ’ στὴν θάλασσα, π’ ἀφρίζει καὶ φουσκόνει,
τὸν δρόμο τὸν πιὸ ἴσο.
Καράβια ’δω κι’ ἂν χάνουνται, μὲ δύναμη κι’ ἀρχόντια,
ἐγὼ φτωχάκι μάχομαι, μὲ τὴν ψυχὴ στὰ δόντια,
τὸν χαραμὴ τὸν Χάρο.
Νὰ διοῦμε ποιός θὰ νικηθῇ καὶ ποιός θένα νικήσῃ.
Αὐτός; ἢ ὁ Ἀφέντης του, ποῦ μ’ ἔδωκ’ ἀπ’ τὴν φύση
τὴν ἴδια του νὰ πάρω;—