Σελίδα:Athides Aurai Georgios Vizyinos.djvu/251

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
239


Τὸν λόγο δὲν ἀπόσωσεν, ἀπ’ τὴν ὁμίχλη ’βγαίνει
καράβι τετρακούβερτο, φεργάδ’ ἁρματωμένη,
στὰ κύματα καβάλα.
Ἡ πρύμνη σίδερο γερό, ἡ πλώρη της ἀτσάλι.
Ὅσο κι’ ἂν σκούζῃ καὶ φυσᾷ καὶ σκάφτ’ ἡ παραζάλη
δὲν τήνε μέλει στάλλα.

Πὰ στὸ πλατὺ κατάστρωμα καὶ στὸ τιμόνι ’πάνω,
ἔχ’ ἕνα Γέρο ’ξακουστό, ἕν’ ἄξιο καπετάνο,
τιμὴ τοῦ καραβιοῦ του.
Αὐτὸς τὴν πρωτοξάνοιξε τὴν βάρκα τὴν μονάχη,
κ’ εἶδε τὸν ναύτη πὤλαμνε, τὸν ναύτη π’ ἀσκομάχει
στὴν ἄκρα τοῦ κουπιοῦ του.

—’Γειά σου, θαλασσογέννημα, φουρτούναναθραμμένο!
Μέσ’ στ’ ἄγριο τὸ πέλαγο, σὰν ἦσαι κουρασμένο,
ἔλα νὰ ’ξαποστάσῃς.
Εἶν’ εὐρυχώρια περισσὴ τὴν σκάφη σου νὰ πάρῃ·
κ’ ἔχω κουμπάνια ἀλύπητη στὸ πλούσιό μ’ ἀμπάρι
νὰ φᾷς καὶ νὰ χορτάσῃς.—

Τὸ παλαμάρι του πετᾷ, κοντά του τόνε σέρνει,
καὶ, “ἔϊα, μόλα!” τὸν τραβᾷ καὶ πάνου τόνε παίρνει
μαζὶ μὲ τὸ σκαφίδι.
Καὶ μὲ χαρούμενη καρδιά, στὸ δεξιό του πλάγι
τὸν βάλλει στὸ τραπέζι του τ’ ἀρχοντικὸ νὰ φάγῃ,
πρὶν ’βγῇ σ’ ἄλλο ταξεῖδι.