Μιά, ποῦν᾿ εὐμορφιαὶς γεμάτη
κ᾿ ἔχει τὰ μαλιὰ χυτά,
γιὰ νὰ παίξουνε κομμάτι,
γιὰ νὰ κάμουν χορατά.
᾿Δώ κ᾿ ἐκεῖ τὰ κυνηγοῦνε
τὰ κοράσια τὰ δειλά,
κι᾿ ἀπ᾿ τὰ ῥοῦχά τους τ᾿ ἁρποῦνε
καὶ τὰ σκιοῦν καμμιὰ βολά.
᾿Δώ τὰ πᾶνε, ᾿κεῖ τὰ πᾶνε,
μ᾿ ἕνα κρότο φοβερὸ
τὰ τρανὰ σταμνιὰ τους σπᾶνε,
καὶ τοὺς χύνουν τὸ νερό.
Κάτ᾿ αὐτὸ στοὺς κάμπους τρέχει,
στοὺς ἀγροὺς μὲ ταραχή.
Κ᾿ ἔιν᾿ αὐτὸ ποῦ, δός του, βρέχει,
κ᾿ ἔιν᾿ αὐτὸ ποῦ λὲν βροχή.