Σ’ αὐτὴ τὴν πρόσκαιρη ζωή μας, διατί
νὰ μὴ χαρῇ τὸ ζωντανὸ τὸ σῶμα;
Ώς κ’ οἱ μωροὶ τὸ λέν, πῶς εἴμεθα θνητοί,
πῶς θὰ μᾶς βάλουν μιὰ φορὰ στὸ χῶμα.
Μὰ οὔτ’ οἱ Δεσποτάδες μας οἱ κορδωτοί,
οὔτε οἱ πλέον διαβασμέν’ ἀνθρῶποι,
γνωρίζουν τί θὰ γείνουμε κατόπι
αὐτοῦ ποῦ θὲ νὰ ’πᾶμε.—
Βάλτε νὰ φᾶμε!
Βάλτε νὰ πιοῦμε!
Γιατὶ αὐτὸ κανεὶς δὲν τὸ ἀμφισβητεῖ:
Φαγεῖ’ καὶ πιεῖ’ ἀλλοῦ δὲν θὰ τὰ ’βροῦμε.
Ἀνέλπιστα γυρνᾷ τῆς Τύχης ὁ τροχός,
κι’ ὁ Χρόνος ποῦ περνᾷ, δὲν στρέφ’ ὀπίσω.
Τῆς χθὲς ὁ Κροῖσος εἶνε σήμερα φτωχός,
κ’ ἐγώ, ὁ νέος, αὔριον θ’ ἀσπρίσω.
Αὐτὰ τὰ ’ξεύρουν ὅλοι πλέον εὐτυχῶς·
κι’ ὅμως πολλοὶ στεροῦνται καὶ νηστεύουν!
Θὰ ἐλαφρύνουν τάχα, γιὰ ν’ ἀναίβουν