Ὅταν βαρεθῇ ἡ νεφέλη
καὶ στεριά κι᾿ ὠκεανό,
νὰ μισέψῃ τότε θέλει
ν᾿ ἀναβῇ στὸν οὐρανό.
Ἀπ᾿ τῆς γῆς λοιπόν τὴν σφαῖρα
λίγο λίγο ξεκολλᾷ
καὶ τραβᾷ μὲ τὸν ἀγιέρα
κι᾿ ἀναβαίνει στ᾿ ἁψηλά.
Μὰ ἐκεῖ ᾿ψηλὰ θυμᾶται
μ᾿ εὐσπλαχνία καὶ στοργὴ
ὅλ᾿ αὐτά, ποῦ δὲν λυπᾶται
ὅταν φεύγ᾿ ἀπὸ τὴν γῆ.
Βλέπει τὰ φυτὰ πῶς κλίνουν
τὸ κεφάλι θλιβερό,
καὶ δὲν ξεύρουν τὶ νὰ γείνουν
τὰ φτωχὰ χωρὶς νερό.
Βλέπει τ᾿ ἄνθη ποῦ χλωμιάζουν,
ποῦ, χωρὶς καλὴ δροσιά,