Μπρὸς στοὺς βράχους ἕνα ῥυάκι
τὸν σκοπό του μουρμουρίζει,
καὶ τραβάει στὴν δουλειά του.
Δίχως ὕπνο τ’ ἀγεράκι
κυνηγῶντας ’λογυρίζει
τὰ φευγάτα ὄνειρά του.
Τῆς τριανταφυλλιᾶς ἡ κόρη
μὲ τὸ φῶς κρυφοφιλιέται,
ποῦ τῆς κάμν’ ἐργολαβία.
Στὸ χλωμὸ τ’ ἐπανοφόρι
κρίνος ἄγριος μαδιέται,
ἀπὸ τὴν ἀπελπισία.
Τὸ μελίσσι μὲ τραγοῦδι
στ’ ἄνθους τὴν καρδιὰ φωλιάζει,
καὶ τοῦ παίρν’ ὅ,τι κατέχει.
Τ’ ἄστεγο τὸ πεταλοῦδι
κάθε ’λίγ’ ἀγάπ’ ἀλλάζει,
καὶ ποτὲ καμμιὰ δὲν ἔχει.—