Καὶ τὸ καράβι—ἂς πνιγῇ
μὲ τὰ καλὰ ποῦ σκόνει:
Ξαντὸ δὲν φέρνει στὴν πληγή,
ποῦ ταῖς καρδιαὶς ’ματόνει.
Γιὰ δός μου, κόρη ’ντροπαλή,
τὸ δεξιό σου χέρι·
καὶ δός μ’ ἕνα γλυκὸ φιλί,
κ’ ἔλα, γενοῦ μου ’ταῖρι.
Κ’ ἐγώ, ἀπὸ μικρὴ γεννιά,
βασίλισσα σὲ κάνω·
νὰ σὲ ζηλεύῃ κάθε νιὰ
στὴν οἰκουμέν’ ἐπάνω.
Σὲ φέρνω ἀθάνατο νερὸ
νὰ λούσῃς τὸ κορμί σου:
Ἀπὸ τὸν Χάρο τὸν σκληρὸ
νὰ σώσῃ τὴν ζωή σου.
Ἀπ’ τὰ λουλούδια, ποῦ ἡ δροσιὰ
τ’ Ἀπρίλη περιβάλλει,
κάμνω μιὰ νέα φορεσιὰ
στ’ ἀγγελικά σου κάλλη.
Τὴν Πούλια δένω σ’ ἀργυρό,
φωτόπλεχτο γαϊτάνι,