Ἔ! πῶς τὰ ’θυμοῦμ’ ἀκόμα
τὰ παλῃὰ παλῃά μου χρόνια,
τώρα, ποῦ μυρίζει χῶμα,
πὤχω τρίχαις σὰν τὰ χιόνια!
Κι’ ὅταν ἡ ψυχή μου γύρῃ
μέσ’ στῆς μνήμης τὸ τευτέρι,
τί ζωὴ σὰν παναγύρι!
Τί χρυσοὺς καιροὺς μὲ φέρει!
Ὅπου διῇ κι’ ὅπου σκαλίσῃ
στὰ γεροντικά μου στήθη,
σὰν καθάρια τρέχει βρύση,
καὶ λαλεῖ, σὰν παραμῦθι!
Γύρω γύρω διές μὲ χάρη,
σὰν ἀστέρια, τὰ παιχνίδια·
καὶ στὴν μέση, σὰν φεγγάρι,
τὴν ἀγάπη μου τὴν ἴδια!