Παιδιά, ’γὼ δὲν εἶμαι καλά:
Μιὰ ἀρρώστια μὲ παιδεύει.
Κανεὶς γιατρὸς δὲν μ’ ὠφελᾷ,
κανεὶς δὲν μὲ γιατρεύει.
Μόν’ ἡ Μαριὼ μ’ ἕνα φιλί—
Μ’ αὐτή ’ναι κακιωμένη!
Στὸ σπίτι ’ξώπορτα μὲ κλεῖ,
στὸν δρόμο δὲν μὲ κραίνει!
Κι’ ἀπ’ τὴν πολλὴν ἀπελπισιά,
θὰ πᾶ νὰ ’μβῶ στὸ κρῖμα·
θὰ πᾶ νὰ ’μβῶ στὴν ἐκκλησιά,
ἐμπρὸς εἰς τ’ Ἅγιο-Βῆμα.
Κάμνουν σταυροὺς οἱ Χριστιανοί
καὶ προσκυνοῦν στὴν γύρα.
Μόν’ ἡ Μαριὼ δὲν τὸ κουνεῖ
ἀπ’ τοῦ Ἱεροῦ τὴν θύρα: