Σὰν ἀδέρφια μ’ εἶναι ὅλ’ οἱ χωριανοὶ
οἱ καλοί·
ἡ καρδιὰ μ’ εἰς κάθε τί τους συμπονεῖ,
καὶ πολύ.
Μὰ σὰν ἔλθῃ στὴν ἀράδα τὸ Μαριώ—
Τί νὰ ’πῶ;
Περισσότερο κι’ ἀπ’ ὅλο τὸ χωριὸ
τ’ ἀγαπῶ!
Κράζουν ’ξάφνου: “Κλέφταις! Κλέφταις εἶν’ ἐδώ,
γιὰ κλοπή!”
Τρέχω πρῶτα πρῶτα στὸ Μαριώ, νὰ ἰδῶ
μὴν κλαπῇ.
Κι’ ’ως νὰ σώσῃ τὴν γλυκειά της συντυχιά,
—Ἀκοῦς αὐτέ;—
μοῦ ἁρπάζουν τὰ κριάρια τὰ παχιὰ
οἱ λῃσταί!