Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
135
’Γλυκαγκαλιάσθηκαν, σὰν ἀδελφάκια·
μακρὰ φιλήματα στ’ ἀχνὰ χειλάκια,
μακρὰ τῆς δίνει καὶ τρυφερά.
Μὰ ἡ ψυχούλα της, σὰν τὴν ἐφίλει,
εἰς τὰ ὡραῖά του ’κόλλησε χείλη,
μὲ μυροβόλα λευκὰ φτερά...
Ἔτσι ’πετάξαν ἀγκαλιασμένα
δυὸ ἀγγελούδια χαριτωμένα
στοῦ Παραδείσου τὴν ἀντηλιά.
Τὸ ἕνα ’ξεύρει τί θέσιν ἔχει·
τ’ ἄλλο, ἡ Ξάνθη, πρόθυμο τρέχει
στῆς Παναγίας τὴν ἀγκαλιά.
Μὴν κλαίεις, μάνα του! Χλωμὲ πατέρα,
μὴ χύνεις δάκρυα νύχτα καὶ ’μέρα,
γιὰ τὸ μικρό σας ποῦ εἶν’ ἐκεῖ.
Ἐσᾶς ἡ μάταιη ζωὴ παιδεύει·
’κεῖνο σ’ αἰώνιαις χαραὶς ἀνέβη,
καὶ μ’ ἀγγελούδια συγκατοικεῖ.