ΕΛΕΓΕΙΟΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΜΙΚΡΑΝ ΞΑΝΘΗΝ.
Ἦταν ὡραῖο, σὰν τὸ λουλοῦδι·
ἦταν ἀθῶο, σὰν ἀγγελοῦδι·
τοῦ Παραδείσου ἦταν ψυχή,
γι’ αὐτὸ τὸν πλάνο κόσμον ἀρνήθη·
μ’ ἁγνὰ ἐπῆγε νὰ ζήσῃ πλήθη,
εἰς ἄλλον κόσμο πανευτυχῆ.
Καλέ, δὲν εἴδετε, ποὖχε στὰ χείλη
κρυφὸ χαμόγελο, σὰν μᾶς ὡμίλει,
κ’ ἐγλυκοθώρει τὸν οὐρανό;
Ἄχ! γιὰ τὰ κάλλη του ’καρδιοχτυποῦσε!
Ἄχ! νὰ τὸ ’πάρουνε καραδοκοῦσε
ἐκεὶ στὸ δῶμα τὸ γαλανό...
Ἔστειλ’ ὁ Πλάστης ἕν’ ἀγγελάκι,
χρυσὸ λουλοῦδι στ’ ἄσπρο χεράκι,
στὰ χείλη θεία διαταγή:
—Κρινόλευκή μου, μικρὴ Ξανθούλα,
χαριτωμένη σὰν τὴν Αὐγούλα,
ἄφησε πλέον τὴν μαύρη γῆ.—
|