ΤΟ ΠΤΩΧΟΝ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ.
(Ἐγράφη κατὰ τὴν ἀνομβρίαν.)
Στὴν Πόλη, ἔρημο πουλὶ
μὲ ’μάτι δακρυσμένο,
ἁπλόνει τὸ καϋμένο
τὸ χέρι του μὲ συστολή.
Θαρρεῖς δὲν ἔχ’ ἀναπνοή.
Ταλαίπωρο παιδάκι!
’Λίγο ξερὸ ψωμάκι
τὸ ξαναφέρει στὴν ζωή!
—Καλέ μου σύ, ἀφεντικὸ
μὲ τὴν χρυσὴ καδένα!
Λυπήσου με κ’ ἐμένα,
ποὖμαι γυμνὸ καὶ νηστικό!
Στὴν Κύπρον ἡ καλοκαιριὰ
τὰ κεραμίδια λυόνει·
κ’ ἐδῶ – Πῶς μὲ παγόνει
τὸ κρύο τοῦ παλῃοβοριᾶ!..
I
|