κι ἄλλο αἷμα. Τὸ πρῶτο μας χρέος εἶναι νὰ τὸ ξέρουμε καὶ νὰ τὸ λέμε. Ἕνας λαὸς ὑψώνεται ἅμα δείξῃ πὼς δὲ φοβᾶται τὴν ἀλήθεια. Ὅταν τὴ φοβᾶται, θὰ πῇ πὼς δὲν τιμᾷ, πὼς δὲ σέβεται τὸν ἐαφτό του. Στολίζεται μὲ ξένα ῥοῦχα καὶ βάζει ψέφτικες θωριὲς στὸ πρόσωπό του, σὰ νὰ τοῦ φαινότανε πὼς δὲν τοῦ φτάνουνε τὰ φυσικά του στολίδια. Πρέπει νἄχουμε συνείδηση καθαρή. Ἂς ἔχουμε καὶ καλήτερη ἰδέα γιὰ τὴν καινούρια μας τὴν Ἑλλάδα καὶ γιὰ τὸ νέο μας τὸ λαό. Ἂς μὴν ντρεπούμαστε νὰ φανοῦμε κεῖνο ποὺ εἴμαστε. Ἔτσι θὰ δείξουμε πιώτερη ἀξιοπρέπεια. Νὰ μὴ ζητοῦμε ξένα φτειασίδια καὶ προτερήματα ποὺ δὲν τἄχουμε. Ὅσο μικρὰ κι ἂν εἶναι τὰ δικά μας, θα προκόψουμε τὴν ἡμέρα ποὺ θἄχουμε τὸ θάῤῥος νὰ περηφανεφτοῦμε γιὰ τὰ δικά μας μοναχά.
— Κάλλια, παιδί μου, νἄπιανες νἄγραφες κινέζικα, κάλλια νὰ καταγινόσουνε – εἶναι καιρὸς ἀκόμη – μὲ καμιὰ γλῶσσα τῆς Ἀουστραλίας ἢ τῆς Ἀφρικῆς, παρὰ νὰ μελετᾷς τὰ ῥωμαίϊκα. Μὴ σὲ μέλῃ· οἱ δικοί μας ποτὲς γνώση δὲ θὰ βάλουνε καὶ σὺ ἄδικα θὰ χολοσκάνῃς. Ὁ μπελὰς στὸ κεφάλι σου θὰ ξεσπάσῃ. Ἢ θα σὲ βρίσουνε ἢ θὰ κάμουνε πὼς δὲ σὲ ξέρουνε. Τουλάχιστο νὰ μοῦ τὰ λὲς ἐμένα· μὴν τὰ λὲς ἐκεινούς.
— Τὸ χρέος του πρέπει νὰ κάμῃ ὁ καθένας, ὅσο ζῇ, καὶ τὴν πεποίθηση ποὺ ἔχει μέσα ῥιζωμένη στὴν καρδιά του, σὰ σκλάβος νὰ τὴν ἀκούῃ. Ἡ πεποίθηση μέσα φωνάζει κ’ ἡ φωνή της, ἅμα βροντήσῃ μέσα στὸ στῆθος, πρέπει μὲ κάθε τρόπο ὄξω νὰ βγῇ!
— Πήγαινε τὸ λοιπό, ἀφοῦ ἔτσι τὸ θέλεις! Ποιὸς σὲ πιάνει; Μιὰ χάρη μόνο θὰ σοῦ γυρέψω. Πρόσεχε, παιδί μου, τὴ θρησκεία νὰ μὴν τὴν ἀγγίξῃς. Θρησκεία σὲ μᾶς πατριωτισμὸ σημαίνει καὶ τὸν πατριωτισμὸ τὸν ἔχουμε ἀνάγκη γιὰ τὴν ὥρα.
Ἄκουσε κ’ ἕνα ἄλλο ποὺ θὰ σοὺ πῶ, νὰ σὲ βρίζουνε, μὰ ἐσὺ νὰ μὴ βρίζῃς· τράβα ἴσια τὸ δρόμο σου καὶ μὴ σὲ μέλῃ. Τρόπους καλοὺς μποροῦμε νἄχουμε πάντα· ἔχε τους καὶ σύ.