παρὰ νὰ καθούμαστε νὰ μελετοῦμε τὴ μητρική μας γλώσσα, ποὺ καὶ τὰ μωρα παιδιὰ μπορεῖ σήμερα νὰ τὴν καταλάβουνε; Τί νὰ σοῦ πῶ; Ἀφοῦ μοῦ λὲνε πὼς μὲ ξεβγενίζει ἡ καθαρέβουσα, ἄρχισε πιὰ νὰ μ’ ἀρέσῃ τῶ δασκάλωνε τὸ σύστημα.
— Γιαγιάκα μου, ξέρετε ὅλα νόστιμα νὰ τὰ λέτε. Βλέπω καὶ γὼ ἡ γνώμη σας ποῦ πέφτει. Ἡ μόνη ἐβγένεια εἶναι τῆς ἀλήθειας ἡ ἀγάπη, κ’ ἡ ἐβγένεια ἀφτὴ δὲν κάθεται στὸ στόμα· βρίσκεται μοναχὰ μέσα στὴν ψυχή· δὲν τὴν κάνουνε τὰ λόγια· γεννιέται μὲ τὸν ἄθρωπο καὶ μεγαλώνει μὲ τὸ νοῦ του. Ἀπὸ τὴν ἀλήθεια δὲν μπορεῖ νὰ βγῇ παρὰ καλό. Γίνεται τώρα νὰ βρίζουμε τῆς μάννας μας τὴ γλώσσα καὶ μάλιστα νὰ τὸ θαῤῥοῦμε σωστό; Ἡ γλώσσα ποὺ μοῦ μιλήσατε παιδὶ εἶναι σὰ θησαβρὸς κρυμμένος στὴν καρδιά μου. Τὴ σέβουμαι ὅσο σᾶς σέβουμαι καὶ σᾶς. Τὰ καλὰ τὰ αἰστήματα κάνουνε καὶ τὶς ἰδέες τὶς καλές. Θὰ ξεχάσω ποτὲς πὼς μὲ παίρνατε στὰ γόνατά σας καὶ πὼς μοῦ λέγατε παιδί μου; Πῶς νὰ τολμήσω λοιπὸ, τὸ παιδί μου ποὺ ἄκουγα τότες, τώρα νὰ τὸ κάμω τέκνον μου;
— Μὲ τὰ χάδια δὲν πιάνεις τοὺς δασκάλους. Ἐμένα μπορεῖς νὰ μὲ πιάσῃς. Κάμε καλήτερα καμιὰ παραχώρηση. Κοίταξε νὰ τὰ σιάξῃς μὲ τοὺς ὁμογενεῖς. Βάλε νερὸ στὸ κρασί σου.
— Τὸ κρασί, μάννα μου, καλὸ καὶ τὸ νερὸ ποὺ πίνουμε στὴν πατρίδα λάμπει σὰν τὸν ἥλιο κ’ εἶναι καθαρὸ σὰν τὸ διαμάντι. Δὲ θέλει κρασί· πίνεται μοναχό του. Ἔτσι καὶ μὲ τὴν ἀλήθεια. Νὰ μὴν τὴν ἀνακατέβουμε· καθαρὴ νὰ τὴν πίνουμε, γιὰ νὰ μᾶς δροσίζῃ τὸ νοῦ.
Τὸ κρασί, λέω μάλιστα νὰ τἀφήσουμε ὅλους διόλου· τὸ κρασὶ μοιάζει σὰ νὰ εἶναι τὸ φοβερὸ ἐκεῖνο τὸ ῥωμαίϊκο φιλότιμο, ποὺ μᾶς ζαλίζει τὸ κεφάλι καὶ ποὺ μᾶς θολώνει τὴν ἀλήθεια. Κάμαμε γλώσσα καινούρια, ἀλλάξαμε προφορά, μὲ τὸ δικό μας μαζὶ πήραμε κάπου κάπου στὶς φλέβες μας μέσα