Σελίδα:Το Ταξίδι μου (1905).djvu/27

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
19
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

ποὺ φτάνει ὁ νοῦς μου, γιατὶ ὅλα ποῦ νὰ τὰ μαντέψω; Κι ὡςτόσο γράφω καὶ γράφω. Γράφω μὲ ἀγάπη. Γράφω μὲ χαρά. Γιατὶ γράφω γιὰ τὴν Ἰδέα.

Ἐδῶ μιλοῦμε. Κουβεντιάζουμε ξέγνοιαστα, φιλικά, σᾶς ἀνοίγω τὴν καρδιά μου. Μὰ παράπονο κανένα δὲν ἔχω. Καὶ πῶς νἄχω; Ὕστερις ἀπὸ δεκαεφτὰ χρόνια σωστά, ὅταν ξανατυπώνει κανεὶς ἕνα βιβλίο ποὺ ἡ δράση του, ἀντίς νὰ λιγοστέψῃ, θαῤῥῶ πὼς ξαπλώνεται καὶ πάει, ἀχάριστος θἄτανε, θἄτανε ἀπὸ μέρος του ἁμαρτία μεγάλη, ἂν καθότανε ἄξαφνα στὴ γωνιά του νὰ πικραίνεται, νὰ δέρνεται καὶ νὰ κλαίῃ. Ἕναν ἕνανε φιλῶ τοὺς παλιοὺς καὶ τοὺς καινούριους φίλους, ποὺ μ’ ἀκολουθήσανε καὶ ποὺ συχνὰ μ’ ὡδηγήσανε στὸ δρόμο. Δὲν εἶναι ὁ λόγος μου μονάχα γιὰ τὴν κοινὴ μας τὴν ἐργασία, γιὰ τὸ σκοπό μας τὸν κοινό. Ἡ φιλία, ἡ ἀφοσίωση κ’ ἡ ἀγάπη ποὺ χάρηκα στὴ ζωή μου ἀπ’ ἀφτούς, λίγοι μπορῶ νὰ τὸ πῶ, τὴ χαρήκανε σὰν καὶ μένα. Λίγοι γνωρίσανε τέτοια παρηγοριά. Τὸ φιλὶ τῆς ψυχῆς μου τοὺς τὸ δίνω καὶ δῶ· τοὺς τὄδωσα καὶ στὴν Ἀπολογία. Ἐκεῖ προσπάθησα νὰ τοὺς πλέξω τὸ στεφάνι ποὺ τὸ χέρι μου ἴσως ἄξιο δὲν εἶναι νὰ τοὺς πλέξῃ, μὰ ποὺ μιὰ μέρα θὰ τοὺς τὸ πλέξουνε καλήτερα τὰ παιδιά μας. Ἐκεῖ χαιρετῶ καὶ τοὺς νέους ποὺ θὰ συνεχίσουνε τὸ ἅγιο τὸ ἔργο, γιατὶ κι ἀπὸ τώρα τὴν καρδιά μοῦ γιομίζει καὶ μοῦ μαγέβει τῆς νιότης τους ἡ μυρωδιά. Ἐγὼ βρίσκουμαι σὲ κεῖνο τὸ σημεῖο τῆς ἡλικίας ὅπου νοιώθει κανείς τα γεράματα καὶ ζυγώνουνε. Εἴκοσι εἰκοσπέντε χρόνια τὸ πολὺ πολύ, ἔχω ἀκόμη νὰ ἐνεργήσω. Τί εἶναι εἰκοσπέντε χρόνια, τί εἶναι καὶ τριάντα, γιὰ ὅσα σκέδια, γιὰ ὅσες ἰδέες βάζει κανεὶς μὲ τὸ νοῦ του; Μπορεῖ καὶ προτοῦ περάσουνε, ἡ ἀκατάπαφτη δουλειὰ νὰ μ’ ἀποκάμῃ, μπορεῖ κι ἀῤῥώστια νὰ μὲ κόψῃ. Ἕνα μονάχα θέλω νὰ